Tο μύνημα της ημέρας
Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025
Κι ας είναι μόνο μια ανάμνηση, πια.
Γράφουν ο “Ανώνυμος” και η Σοφία Παπαηλιάδου
Άφησες την τσάντα σου, έπιασες ένα στυλό από το τραπέζι, μάζεψες επάνω τα μαλλιά σου κι έπεσες κατευθείαν στην αγκαλιά μου.
Φορούσες ένα άσπρο φόρεμα κι έξω δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο. Μου ψιθύρισες: «Σ’ αγαπώ… ποτέ δεν ήμουν τόσο ευτυχισμένη». Θυμάσαι; Μείναμε να χαζεύουμε τον ουρανό μέχρι ο ήλιος να γίνει κόκκινος σαν φωτιά. Κρατούσα στο χέρι μου όλο τον κόσμο.
Για πρώτη μου φορά, ένιωσα ότι η επιλογή μου να αφήσω τη ζωή μου στα χέρια σου ήταν ό,τι πιο σωστό έχω κάνει. Ήμουν χαμένος στη μέθη σου για τόσο καιρό, που είχε χαθεί το μαύρο από την καθημερινότητά μου.
Ξύπνησες ένα μουντό μεσημέρι δίπλα μου, αμίλητη. Δε χρειάστηκαν λόγια για να καταλάβω ότι όλα έγιναν γκρι γύρω μου. Ανατρίχιασα, λες και κάποιος άνοιξε το παράθυρο στον χειμώνα, ενώ έξω είχε μια πανέμορφη ανοιξιάτικη βροχή.
Έφυγες… έφυγες τόσο εύκολα όσο ήρθες.
Με άφησες σε μια καρέκλα… να σε ζητάω με πείσμα κάθε που βραδιάζει.
Με άφησες να γίνω κάποιος άλλος.
«Ένας χαμογελαστός, χαρούμενος άνθρωπος…»
Και τώρα, εδώ, στην ίδια καρέκλα, το βλέμμα μου ψάχνει ακόμα τα ίχνη σου. Δεν υπάρχει τίποτα, το ξέρω. Μόνο το κενό που αφήνει η απουσία σου, μια σκιά που απλώνεται γκρι στον χώρο.
Πιάνω το στυλό από το τραπέζι, το ίδιο που είχες αγγίξει τότε, εκείνη τη μέρα που ο κόσμος ήταν κυανός, γεμάτος ζωή. Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Ίσως γιατί θέλω να νιώσω πως κάτι δικό σου έμεινε εδώ. Ίσως γιατί ακόμα και αυτό το μικρό άγγιγμα με κάνει να πιστεύω πως δεν σε έχω χάσει εντελώς.
Το λευκό του φορέματός σου είναι ακόμα ζωντανό στη μνήμη μου. Το λευκό που δεν είχε καμία ντροπή, που γελούσε, που με τύλιγε ολόκληρο. Τώρα αυτό το λευκό μοιάζει με θάλασσα που ξεθώριασε. Και εγώ, ναυαγός της, δεν μπορώ να βρω στεριά.
Κλείνω τα μάτια μου και σε βλέπω να στέκεσαι εκεί, δίπλα στην πόρτα. Δεν μιλάς, δεν κάνεις κίνηση. Μόνο κοιτάς, σαν να περιμένεις να πω κάτι που θα σε κρατήσει. Αλλά δεν το είπα ποτέ.
Τότε, δεν ήξερα τι σημαίνει να χάσεις. Δεν ήξερα ότι η ντροπή για όσα δεν πρόλαβα να πω θα με καταδιώκει. Δεν ήξερα ότι η πόρτα που έκλεισες πίσω σου δεν θα άνοιγε ξανά.
Σηκώνομαι, αφήνω το στυλό στο τραπέζι, και κοιτάω έξω από το παράθυρο. Ο ουρανός έχει εκείνη τη χροιά του κυανού που αγαπούσες. Μια βροχή πέφτει αργά, σαν υπόσχεση. Σαν να σου λέει ότι, κάποτε, θα σε αφήσω. Ότι, κάποτε, το γκρι που σκόρπισες στη ζωή μου θα δώσει τη θέση του σε χρώματα που τώρα μοιάζουν μακρινά.
Αλλά όχι απόψε. Απόψε, θα μείνω στην καρέκλα μου. Θα κλείσω τα μάτια και θα θυμηθώ εκείνο το λευκό που σε τύλιγε. Εκείνη τη μέρα που μου ψιθύρισες πως ήσουν ευτυχισμένη. Και ας είναι μόνο μια ανάμνηση. Τουλάχιστον, είναι δική μας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου