Ήρθες ξαφνικά ένα πρωί του Αυγούστου, με τον ήλιο να τυφλώνει τα μάτια σου και έναν καφέ στο χέρι, δήθεν αδιάφορος από την παρουσία μου. Το πρόσωπό σου έλαμπε από τις ακτίνες, και η μυρωδιά σου… αχ, αυτή η μυρωδιά είχε τυλίξει τα ρουθούνια μου πριν ακόμα φτάσεις στο σημείο.
Και όταν οι ματιές μας συναντήθηκαν, ο χρόνος σταμάτησε. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν και άρχισαν να μιλάνε, χωρίς να ανοίξουμε καν το στόμα μας.
Το ρολόι έδειχνε ήδη δέκα λεπτά μετά, αλλά οι ματιές μας ακόμα καρφωμένες εκεί, η μία πάνω στην άλλη, τραγουδούσαν τραγούδια μακρινά. Τα χείλη μας είχαν στεγνώσει, και ο καφές είχε γίνει νερό. Τα χέρια μας είχαν ιδρώσει, και η ζέστη του ήλιου είχε κάψει ό,τι είχε απομείνει ακόμα στο κορμί μας.
Έξι χρόνια μετά, το ίδιο σκηνικό. Στο ίδιο μέρος, να αναπολούμε τη σκηνή και να το βάζουμε στα γέλια.
Εγώ και εσύ μαζί. Πιασμένοι χέρι χέρι, χαμογελαστοί και κεφάτοι, πιο ερωτευμένοι από ποτέ. Αγκαλιασμένοι σφιχτά, με χέρια μπλεγμένα σαν γροθιά, και οι φωνές μας δυνατές, να ακολουθούν η μία την άλλη σαν συμφωνία ορχήστρας.
Η βροχή σκέπαζε τα κορμιά μας, αλλά η ηλιόλουστη μέρα της γνωριμίας μας δεν άφηνε να μας διαπεράσει σταγόνα.
Ήσουν το «ξαφνικά» μου, που έγινε τα «πάντα» μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου