
Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Δεν ήθελε να του φύγει.
Ας ξεκινήσουμε από αυτό.
Την κοιτούσε κάθε φορά που μάζευε τα πράγματά της και ένιωθε το στομάχι του να δένεται κόμπος. Κι όμως, δεν έλεγε τίποτα. Ούτε μία λέξη. Ούτε ένα “μείνε”.
Όχι γιατί δεν ήθελε.
Αλλά γιατί δεν ήξερε πώς να το πει.
Ήταν από αυτούς τους άντρες που έμαθαν να κρατάνε μέσα τους όσα τους καίνε. Που μεγάλωσαν με τη φράση «οι άντρες δεν κλαίνε», «μη δείχνεις αδυναμία», «κράτα χαρακτήρα». Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, ξέχασε πώς να ζητάει. Πώς να παρακαλάει. Πώς να λέει «μείνε, σε χρειάζομαι».
Τον ένοιαζε. Πιο πολύ απ’ όσο ήξερε να δείξει. Αλλά είχε έναν φόβο βαθιά ριζωμένο. Ότι αν τολμούσε να φανεί ευάλωτος, θα την τρόμαζε. Ή ακόμα χειρότερα, θα την έχανε έτσι κι αλλιώς.
Έτσι, άφηνε τα πάντα να φεύγουν σιωπηλά.
Όπως έφυγε κι εκείνη.
Την κοίταξε να φεύγει, φορώντας εκείνο το βλέμμα που λέει «δώσε μου λόγο να μείνω». Αλλά δεν της έδωσε. Δεν ήξερε πώς. Ήξερε μόνο να πνίγει τις λέξεις και να τις βαφτίζει αξιοπρέπεια. Ή περηφάνια. Ή άμυνα.
Κι από τότε, κάθε φορά που άκουγε την πόρτα να κλείνει, άκουγε μέσα του κι ένα “μείνε” που δεν ειπώθηκε ποτέ.
Δεν είναι όλοι οι άντρες ψυχροί. Δεν είναι όλοι απόμακροι. Μερικοί απλώς έχουν μάθει να αγαπούν σιωπηλά. Και να χάνουν, χωρίς να το φωνάζουν.
Και να ζουν με το βάρος των λέξεων που δεν είπαν ποτέ.
Αν τον ρωτήσεις σήμερα, θα σου πει πως θα άλλαζε τα πάντα. Θα σου πει πως αν γύρναγε ο χρόνος πίσω, θα την κρατούσε. Θα την κοιτούσε στα μάτια και θα της έλεγε «μείνε». Ξεκάθαρα. Αληθινά. Χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Αλλά ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω.
Και οι γυναίκες που φεύγουν, δεν περιμένουν για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου