Οι σειρές που βγαίνουν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας μοιάζει να μη θέλουν να αποδείξουν την αξία τους. Είναι αυτό που βλέπεις: απλό, ατελές και οριακά καλτ. Δομημένο με μια ημιτελή γνώση, η οποία όμως έφερε πάνω της την ανεμελιά της εποχής, αλλά και μια ελευθερία δημιουργική, που πλέον απουσιάζει. Ναι, για την πολιτική ορθότητα μιλάω
Στις 20 Νοεμβρίου το Mega έκλεισε 35 χρόνια ζωής. Ξεκινώντας από την πρώτη φάση της χρυσής εποχής του, που ταυτίστηκε με την απαρχή της ιδιωτικής τηλεόρασης, το κανάλι πέρασε τις συμπληγάδες της κρίσης που σήμαναν το κλείσιμό του, για να επανέλθει εκ νέου στους δέκτες μας με διάθεση να μας θυμίσει τον παλιό, καλό του εαυτό.
Τίποτα, βέβαια, δεν είναι ίδιο με εκείνη την εποχή που το Mega εμφανίστηκε στο τηλεοπτικό μενού. Και όσο κι αν η ανάμνηση ενός άλλοτε δυνατού καναλιού επιβιώνει στη συνείδηση του κόσμου, η αλήθεια είναι ότι και αυτό το κανάλι, όπως και τα υπόλοιπα, αγκομαχά να υπάρξει μέσα στα θολά νερά μιας ιδιωτικής τηλεόρασης που έχει χάσει τη δυναμική και τον προσανατολισμό της.
Λίγα πράγματα τη σώζουν από την απόλυτη παρακμή. Ενα από αυτά είναι η μυθοπλασία, η οποία ανθίζει ξανά και με καλύτερους όρους, δίνοντας στο κοινό σύγχρονες παραγωγές που τραβούν την προσοχή του. Εκείνο που διαπιστώνει κανείς, ωστόσο, είναι ότι και οι παλιές σειρές διεκδικούν ακόμα ένα κομμάτι από την πίτα της τηλεθέασης κάθε φορά που προβάλλονται. Σε αυτό το νοσταλγικό πισωγύρισμα του τηλεθεατή, οι σειρές του Mega πρωταγωνιστούν. Οχι άδικα, μιας και ποσοτικά να το δεις μόνο, κάτω από τη σκεπή του γυρίστηκαν όλα αυτά τα χρόνια 256 πρωτότυπες σειρές, μεταξύ των οποίων 153 κωμωδίες και 98 δραματικές σειρές.
Οσο δυνατό και αν είναι, όμως, το οπλοστάσιο ενός καναλιού στη μυθοπλασία, δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι ο σημερινός τηλεθεατής θα δει κάτι που μετράει πια είκοσι και τριάντα χρόνια ζωής. Εχεις τόσα να επιλέξεις πλέον, σειρές κινηματογραφικού επιπέδου και απίστευτης σεναριακής δομής. Γιατί να κολλήσεις με μια ελληνική σειρά του 1990 ή του 2000;
Και όμως, η τηλεθέαση αποδεικνύει ότι το παθαίνουμε, και το έπαθα κι εγώ μια φορά, όταν το Mega είχε σε επανάληψη το «Λόγω Τιμής». Μια σειρά που έβλεπα στην εφηβεία μου, έγινε το απόλυτο μεταμεσονύκτιο κόλλημά μου. Να είναι μόνο η νοσταλγία που με ώθησε να την παρακολουθήσω ξανά; Ισως είναι μια εξήγηση, αλλά όχι η μόνη.
Οι παλιές ελληνικές σειρές έχουν μια απλοϊκότητα που σήμερα λείπει. Η σύγχρονη ελληνική μυθοπλασία υπερπροσπαθεί να φανεί αντάξια της εποχής της, αλλά συχνά πέφτει στην παγίδα μιας επί τούτω επίδειξης γνώσεων και τεχνικών, που κάνει το αποτέλεσμα επιτηδευμένο. Εκείνο το παλιό, απλοϊκό για τα σημερινά δεδομένα προϊόν έχει στον πυρήνα του μια πιο αληθινή προσέγγιση σε όλα, σε πλοκή και σε χαρακτήρες.
Αντιλαμβάνεσαι τις ατέλειές του, αρκετές φορές βγάζουν μάτι, αλλά αυτό δεν σου προκαλεί αντιστάσεις και δυσπιστία, όπως πολλά σύγχρονα θεάματα μυθοπλασίας. Τα οποία διαφημίζονται και ως αριστουργήματα, ως τα απόλυτα τηλεοπτικά hits της σεζόν, και τελικά αποδεικνύονται κατώτερα των προσδοκιών.
Οι σειρές που βγαίνουν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας μοιάζει να μη θέλουν να αποδείξουν την αξία τους. Είναι αυτό που βλέπεις: απλό, ατελές και οριακά καλτ. Δομημένο με μια ημιτελή γνώση, η οποία όμως έφερε πάνω της την ανεμελιά της εποχής, αλλά και μια ελευθερία δημιουργική, που πλέον απουσιάζει.
Ναι, για την πολιτική ορθότητα μιλάω. Σήμερα βλέπουμε μια μυθοπλασία φτιαγμένη με σύγχρονα υλικά αλλά σε μια συνταγή με μετρημένες δόσεις, όπως τα περίπλοκα γλυκά της ζαχαροπλαστικής. Από το ένα θα βάλεις τρία γραμμάρια, από το άλλο δέκα και από το άλλο καθόλου, γιατί θα πέσουν να μας φάνε. Η οπτική της καθημερινότητας, της κουλτούρας και των νοοτροπιών μας δίνεται μέσα από αυτό το ασφυκτικά στενό πρίσμα, αποτυγχάνοντας έτσι να μας καθρεφτίσει ρεαλιστικά.
Στις παλιές σειρές έρχονται μπροστά σου κλισέ και στερεότυπα που καλώς ξεπεράστηκαν, αλλά βλέπεις και μια πιο ευκρινή οπτική της κοινωνίας τής τότε εποχής. Βλέπεις, ας πούμε, τον πρωταγωνιστή στο σίριαλ του ’90 να οδηγεί τη μηχανή του χωρίς κράνος, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, και λες ορίστε, εδώ έχουμε ανόθευτο ελληνικό παράδειγμα οδικής συμπεριφοράς. Τώρα δεν θα τολμούσαν να βάλουν σκηνή με άνθρωπο που οδηγεί μηχανή χωρίς κράνος, αν και ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι η συνήθεια καλά κρατεί ακόμα στους δρόμους.
Ανάλογο παράδειγμα μπορώ να δώσω με το κάπνισμα. Πέφτοντας κάποτε πάνω σε επανάληψη σειράς του ’90, παρακολούθησα σκηνή όπου η πρωταγωνίστρια είχε πάει στον γιατρό να εξεταστεί και εκείνος κάπνιζε. Σήμερα το τσιγάρο λείπει παντελώς από τις ελληνικές παραγωγές, σε μια προσπάθεια αποτροπής του κοινού από το κάπνισμα. Σωστό είναι αυτό, αλλά όταν λείπει ακόμα και από σειρές εποχής, σε χρόνια που όντως κάπνιζαν μέχρι και οι γιατροί στα ιατρεία, δεν μπορείς παρά να το θεωρήσεις υπερβολή της πολιτικής ορθότητας.
Θα μου πείτε ότι σε εκείνες τις παλιές σειρές έβλεπες και τον μικροαστό φοιτητή να μένει σε σπιταρόνα ρετιρέ. Ηταν αυτό αληθοφανές; Αν το δεις από μια βαθύτερη οπτική, ήταν. Γιατί και αυτό ακόμα αντικατόπτριζε τη ματαιοδοξία και τη μεγαλομανία που μας διέκριναν. Είχαμε δυάρι στον δεύτερο αλλά ονειρευόμασταν να ζούμε σε ρετιρέ. Και με δανεικά, το κάναμε πράξη.
Ισως λοιπόν ο βασικότερος λόγος που κολλάμε με τις παλιές σειρές είναι ότι βλέπουμε σε αυτές τον Νεοέλληνα. Αφιλτράριστο και χωρίς αναισθητικό. Τον παρατηρούμε μέσα στην ανεμελιά του, γνωρίζοντας ότι σε λίγο θα του έρθει κεραμίδα στο κεφάλι. Αν δεν είναι αυτό απολαυστικό, τότε τι είναι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου