Τις έχουμε δει χιλιάδες φορές, αλλά πάντα σταματάμε να χαζέψουμε λίγο ακόμα και υπάρχει λόγος γι' αυτό
Τις παρακολουθούμε έστω και τυχαία, δηλαδή όταν τις πετυχαίνουμε τυχαία στην τηλεόραση. Και όχι, δεν είναι επειδή νοιώθουμε νοσταλγία, παρά επειδή αυτές οι άτιμες παλιές ελληνικές ταινίες μας φτιάχνουν το κέφι.
Τυχαία έπεσε το μάτι μου, ειλικρινά: για χιλιοστή φορά, δεν είχα σκοπό να παρακολουθήσω μια ελληνική κωμωδία την οποία άλλωστε έχω δει άλλες χίλιες φορές… απλώς ενώ έβαζα ηλεκτρική (ναι, βραδιάτικα, όπως όλος ο κόσμος) ενώ σταμάτησα την ηλεκτρική προς στιγμήν για να αλλάξω σακούλα, κάθισα πάνω στο τηλεκοντρόλ. Άνοιξε η τηλεόραση, μάλιστα σε σκηνή με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τον Θόδωρο Κατσαδράμη. Παράτησα σκούπα, σακούλα και πάστρα, περιμένοντας να εμφανιστεί στην οθόνη η Μάρω Κοντού, μια και αναγνώρισα αμέσως την ταινία («Καπετάν Φάντης Μπαστούνι», σενάριο-σκηνοθεσία Αλέκος Σακελλάριος, 1968: την έψαξα μετά, γιατί δεν θυμόμουν τον τίτλο παρά ολόκληρες σκηνές, τον Πόρο όπως ήταν στα σίξτυς, τη μουσική του Κώστα Καπνίση, αποσπασματικά την υπόθεση και μια σειρά καταπληκτικές ατάκες).
Η ταινία ήταν ήδη στη μέση, αλλά δεν χρειαζόμουν την υπόθεση έτσι κι αλλιώς. Όπως οι περισσότερες ελληνικές ταινίας των δεκαετιών '60-'70, δεν βασίζουν την επιτυχία τους, ή μάλλον την γοητεία τους, στην υπόθεση, στην πλοκή, παρά στην γοητεία των πρωταγωνιστών τους, την λάμψη της παραγωγής και την στρωτή, χωρίς ραφές ροή της αφήγησης. Μιλάω κυρίως για τις κωμωδίες, γιατί αυτές έχουνε μείνει απείραχτες από το χρόνο, δεν έχουν γίνει ίου ούτε κρίντζυ ούτε «ντρέπομαι που κοιτάω», όλα όσα θα κόλλαγε με άνεση στις ελληνικές δραματικές ταινίες ένας σύγχρονος, νέος κριτικός κινηματογράφου. (Αν και, εμείς οι μη-κριτικοί, τις χαζεύουμε άνετα ΚΑΙ τις δραματικές, ας είναι κρίντζυ…)
Σε συζήτηση με φίλους, κάποιος υποστήριξε ότι βλέπουμε τις Ελληνικές ταινίες της Χρυσής Εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου, των δεκαετιών '60s-'70s, από καθαρή νοσταλγία: η Ελλάδα, κυρίως η Αθήνα και η Αττική, όπως ήταν πριν την ανοικοδόμηση, πριν την αύξηση του πληθυσμού και την επέκταση των αστικών κέντρων, πριν την καταστροφή του περιβάλλοντος και πριν την κυριαρχία του αυτοκινήτου, η Αττική με τις εξοχές, τα δάση, τα πάρκα, τα πολλά δέντρα και τις ωραίες επαύλεις ακόμα και στο κέντρο της, είναι μια Αττική που χαιρόμαστε να την κοιτάζουμε, επειδή την νοσταλγούμε.
Επειδή μας λείπει η Πατησίων άδεια με τρία Βόλβο κι ένα τρόλεϊ, η Βούλα έρημη με πέντε επαύλεις ανάμεσα σε πευκώνες, η Αγία Παρασκευή σαν τον Ταΰγετο, το Φάληρο σαν το Φάληρο του ΄60. Ή, μας λείπει η παιδική και εφηβική ηλικία μας, όσοι από εμάς είμαστε μεγαλούτσικοι: τις βλέπαμε όταν είμασταν μικροί αυτές τις ταινίες στον κινηματογράφο, σε θερινό με το άσπρο σεντόνι της οθόνης να ριγεί από καλοκαιρινό αεράκι, χειμερινό με ταξιθέτριες που κυκλοφορούσαν με το φακό στο χέρι ανάμεσα στα καθίσματα, ή στους πάγκους. Αλλά πόσο μακριά σε πάει η νοσταλγία; Εννοώ, πόσα φέσια μπορεί να δει κανείς από ξερή νοσταλγία; Η απάντηση είναι, λίγα, και λίγες φορές. Όταν βλέπεις την ταινία πολλές φορές, σε διάφορες φάσεις της ζωής σου, δεν την βλέπεις επειδή νοσταλγείς τα νιάτα σου ή μιαν άλλη, παλιότερη εποχή, την βλέπεις επειδή σε κάνει να νοιώθεις καλά. Να ξεχνιέσαι, να χαμογελάς, να γελάς, να χαλαρώνεις, να χάνεσαι, να διασκεδάζεις, τελικά.
Ακούω για παιδιά, ανήψια και εγγόνια φίλων που πετυχαίνουν στην τηλεόραση, και κολλάνε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Τζένη Καρέζη, την Ρένα Βλαχοπούλου, την Δέσποινα Στυλιανοπούλου, την Τασσώ Καββαδία, την Μάρω Κοντού, την Μάρθα Καραγιάννη, τον Κώστα Βουτσά, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Ηλία Λογοθέτη, τον Θύμιο Καρακατσάνη, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, την Μαίρη Αρώνη, τον Θανάση Βέγγο, τον Νίκο Κούρκουλο, τη Ζωή Λάσκαρη, τον Νίκο Ξανθόπουλο, τον Γιώργο Κωνσταντίνου, τον Γιάννη Βογιατζή, την Άννα Φόνσου, τον Ανδρέα Μπάρκουλη, τον Λάκη Κομνηνό, τη Μαίρη Χρονοπούλου, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τον Ορέστη Μακρή, τον Βασίλη Αυλωνίτη, την Έλλη Λαμπέτη, τον Πέτρο Φυσσούν, τον Στέφανο Ληναίο, την Έλλη Φωτίου και δεκάδες άλλους ηθοποιούς που μεγαλούργησαν από την δεκαετία του '50 και μετά στις ελληνικές ταινίες.
Τα παιδιά, ανίψια και εγγόνια είναι μικρά, από 5-6 χρονών μέχρι προ-εφηβεία, και δεν λένε να ξεκολλήσουν από την όποια ταινία, ειδικά αν είναι κωμωδία, ειδικά αν είναι μιούζικαλ. Η μεγαλύτερη ανιψιά μου στηνόταν μπροστά στις ταινίες Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ και τις έβλεπε με μανία όσο ήταν μικρή – θα πείτε, ήταν τα ΄90ς, κι ο μεγάλος γιος μου τις έβλεπε τότε τις Ελληνικές κωμωδίες… αλλά τώρα, στα '00s και 20s, το φαινόμενο συνεχίζεται με νέες φουρνιές παιδιών. Μάλιστα παιδιών που έχουνε γεννηθεί με το τάμπλετ στο κούτελο, που χειρίζονται το κινητό καλύτερα από τον Έλον (Μασκ), που έχουν διαθέσιμες «με ένα κλικ» τόσες μεγαλεπήβολες σειρές από χώρες με τρελή παράδοση στον κινηματογράφο. Πώς και γιατί ένα σημερινό παιδί γελάει με τον Βουτσά; Τι είναι αυτό που το κάνει να χαζεύει έναν ασπρόμαυρο Βέγγο ενώ χτυπιέται στην οθόνη της τηλεόρασης;
Λοιπόν δεν έχω ιδέα. Το ότι βρίσκω εγώ διασκεδαστικές τις ταινίες και όλους αυτούς τους καταπληκτικούς ηθοποιούς, τις ατάκες, τις μούτες, το ρεαλιστικό συχνά μοντέρνο παίξιμο, την απλότητα της πλοκής, την αμεσότητα του κάθε αστείου… το ότι διασκεδάζω εγώ, που τα έχω δει χίλιες φορές και είμαι κομμάτι μπαγιάτικη, εξηγείται εύκολα - λίγο νοσταλγία, λίγο αναγνώριση του χιούμορ που δεν παλιώνει ποτέ, λίγο επιστροφή στην παιδική ηλικία, λίγο «παλιές αγάπες αξεπέραστες».
Αλλά το ότι διασκεδάζει ένα 6χρονο κι ένα 8χρονο παιδί σήμερα, βλέποντας τις αδερφές Μπρόγιερ να χορεύουν και τον Αλέκο Τζανετάκο να γουρλώνει τα μάτια του, την Ρένα Βλαχοπούλου να παίζει πόκα, την Μάρθα Καραγιάννη να σκίζει την πίστα και την Μάρω Κοντού να τραγουδάει, το ότι η εντελώς νέα, η φρεσκαδούρα-νέα γενιά τσιμπάει ακόμα με τις παλιές ελληνικές ταινίες… σημαίνει ότι οι ταινίες μιλάνε ακόμα, σήμερα, 60+ χρόνια μετά τη στιγμή που σταμάτησαν τα γυρίσματα. Οι σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, ηθοποιοί, φωτιστές, μοντέρ, ηχολήπτες, φωτογράφοι, οπερατέρ και τεχνικοί έχουν γίνει σκόνη, τα ονόματά τους έχουν ξεχαστεί. Αλλά οι ταινίες μένουν, μας διασκεδάζουν πάντα, και κρύβουν μέσα τους μια άλλη Ελλάδα, αυτήν που γελάει με τα ίδια αστεία κάτω από την Ελλάδα που ζούμε καθημερινά…
- Η Φίνος Φιλμ γύρισε συνολικά 196 ταινίες, από το 1942 που ιδρύθηκε μέχρι το 1977 που συγχωρέθηκε ο ιδρυτής της, Φιλοποίμην Φίνος. Το 1970 ο Φίνος έστησε στα Σπάτα το μεγαλύτερο στούντιο, ίσως των Βαλκανίων, στα πρότυπα της Ιταλικής Τσινετσιτά.
- Η Καραγιάννης-Καρατζόπουλος γύρισε 118 ταινίες, από το 1966 που την ίδρυσαν οι Κώστας Καραγιάννης, Θόδωρος Καραγιάννης και Αντώνης Καρατζόπουλος. Συνέχισε τη διαδρομή της και μετά το '80, έχοντας συνολικά μέχρι σήμερα 356 ταινίες στον κατάλογό της.
- Άλλες τόσες ελληνικές ταινίες κυκλοφορούν στην τηλεόραση και στο YouTube από ανεξάρτητες ή μικρότερες ή άλλες εταιρείες παραγωγής. Ο μεγαλύτερος αριθμός Ελληνικών κωμωδιών γυρίστηκε στα 60ς και 70ς. Η πρώτη Ελληνική κωμωδία που έφτασε σε αριθμό εισιτηρίων την επιτυχία των «παλιών», ήταν το «Safe Sex», των Μιχάλη Ρέππα-Θανάση Παπαθανασίου το 1999, και λίγο αργότερα, το «Σειρήνες στο Αιγαίο» του Νίκου Περράκη το 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου