Tο μύνημα της ημέρας
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Έλα και σώσε με..
Γράφει η Βάνα Φυλάκη
Η μαριονέτα κάποια στιγμή έκοψε τα σκοινιά που την κρατούσαν δέσμια. Πολλοί περαστικοί εκμεταλλεύτηκαν την εύθραυστη καρδιά της, μα εκείνη ένιωσε ζωντανή και ελεύθερη εξαιτίας αυτού..!
Έπαψε να ακροβατεί ανάμεσα στη λεπτή γραμμή της λογικής και του συναισθήματος, της ζωής και του θανάτου, και τότε η καρδιά της πάγωσε ξαφνικά. Με το πρώτο του φιλί και τη ζεστή του αγκαλιά, άρχισε να ζει ξανά, γιατί τον άφησε να τη φροντίσει.
“Σπάσε τα δεσμά σου, μικρή μου χρυσαλλίδα. Βγες ξανά στο φως και σπάσε τη σφαίρινη γυάλα των σπασμένων σου ονείρων. Χόρεψε μαζί μου κάτω από το μαγευτικό σεληνόφως, εκεί που η αντανάκλαση της θάλασσας ξετυλίγει μια παλέτα χρυσοκόκκινων χρωμάτων, που συμβολίζουν το βάθος της ψυχής σου, που κάθε άλλο παρά επιφανειακή είναι.”
Ψιθύρισε: “Ψάξε με μέσα στον βυθό μου. Βούτηξε με ένα μόνο σου βλέμμα στην ψυχή μου και έλα να γίνουμε ένα, έστω για μια στιγμή. Κι αν χαθείς μετά, μέσα στον χωροχρόνο θα σε ψάχνω.
Μήπως γαληνέψει το χάος που βαθιά μέσα μου κατοικεί. Μήπως και η θλίψη μου σκορπιστεί μακριά. Μήπως κλειδωθεί η κόλασή μου στην αιωνιότητα.”
“Σώσε με από τη φυλακή μου. Σπάσε τα δεσμά μου. Στα όνειρά μας, αιώνια θα μπλέκονται τα κορμιά μας. Και γυμνές οι ψυχές μας, θα χορεύουν ελεύθερες στη σκιά του έρωτα, με τον αρμονικό ρυθμό της Αγάπης.”
“Έλα και σώσε με. Μόνο εσύ κρατάς το κλειδί της καρδιάς μου. Θα σου πω για όλα όσα με έχουν πονέσει, για όσα έχουν νεκρώσει τον εσωτερικό μου μικρόκοσμο. Μόνο εσύ μπορείς να με βγάλεις από τον βυθό μου, να σπάσεις τη σιωπή μου. Δώσε μου πνοή από την πνοή σου, να αναγεννηθώ ξανά. Να μην νιώθω πια μισή, να μην είμαι ένα κάτι μικρότερο από το τίποτα.”
Θυμήθηκε τα λόγια του: “Μία καλή νύχτα, μόνο το πρωί φαίνεται.”
Και ψιθύρισε στον καθρέφτη της: “Πόσο θα ήθελα να μου πεις τώρα, ‘Πάμε και όπου μας βγάλει’. Στο αυτοκίνητό σου, με ανοιχτά παράθυρα, μοιραζόμαστε τη σιωπή μας. Τα βλέμματά μας επικοινωνούν, και στο τέρμα παίζει το αγαπημένο μας κομμάτι.”
Η μαριονέτα έχει πια σπάσει τα δεσμά της, μα η ίδια έγινε ο δήμιος του έρωτά της. Γιατί της έμαθε να ζει ξανά στο φως, και αυτό δεν θέλει να το ξεχάσει. Δεν θέλει να ξεχάσει εκείνον.
Αφαιρώντας την ανασφάλεια που νόμιζε πως έκρυβε το βαρύ μακιγιάζ της, του είπε: “Σε νιώθω κάτω από το δέρμα μου. Μα το δηλητήριο που αργά τρώει το είναι μου, είναι πάντα τόσο οικείο.
Έλα και σώσε με, μωρό μου, πριν τα σκοτάδια ξανά ρουφήξουν την ψυχή μου. Σώσε με… Ίσως δεν είναι αργά να ξαναμπλεχτούν τα όνειρά μας.
Και, ποιος ξέρει, κάποτε, ίσως ξανασυναντηθούν τα βλέμματά μας και γεννηθεί ξανά ο έρωτάς μας.”
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου