Tο μύνημα της ημέρας

Δειλοί άνθρωποι που το μόνο που ήξεραν να κάνουν είναι να παίρνουν και να φεύγουν. Μη δίνεις αξία σε ανθρώπους που δεν ξέρουν να εκτιμούν.

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Γιώργης Μπούρδας, ένας ξακουστός απατεώνας της κατεχόμενης Αθήνας


Το κόλπο ήταν γνωστό, ο Μπούρδας ήξερε όμως να το χρησιμοποιεί για να βγάλει μια περιουσία στην Αθήνα του 1943.

Στην κατεχόμενη Αθήνα, η φτώχεια και η πείνα απλώνονταν καθημερινά πάνω από την πόλη σαν πανούκλα. Οι μαυραγορίτες πουλούσαν κρέας, ψωμί, ψάρια και άλλα αγαθά σε εξευτελιστικές τιμές, ζητώντας συχνά ως αντάλλαγμα έπιπλα ή αυτοκίνητα.

Υπήρχαν βέβαια και οι απατεώνες, που κατάφερναν να ξεμυαλίζουν εύπιστους ανθρώπους και στη συνέχεια να τους «γδύνουν» οικονομικά. Συστήνονταν ως «καλά παιδιά» με αγαθές προθέσεις, και όταν κατάφερναν να κερδίσουν κάτι αξίας ως αντάλλαγμα για την «καλή τους την καρδιά», είτε εξαφανίζονταν εν μια νυκτί, είτε γέμιζαν τα όπλα με σφαίρες και «κανόνιζαν» τα θύματα τους.


Ένας τέτοιος απατεώνας είχε το σχεδόν μυθιστορηματικό όνομα «Γιώργης Μπούρδας», και μέσα από τα «Αστυνομικά» του Κώστα Βάρναλη, τη σειρά χρονογραφημάτων που έγραψε με έμπνευση από το αστυνομικό δελτίο, μαθαίνουμε την ιστορία του.

Λοιπόν, ο Μπούρδας είχε, όπως όλοι οι νοικοκυραίοι, το επάγγελμα του: απατεώνας και λωποδύτης. Σαν άνθρωπος όμως είχε και αδυναμίες. Δεν έκρυβε το επίθετο του: έκρυβε όμως το επάγγελμα του. Παρουσιάστηκε λοιπόν σε δύο εμπόρους ή καταστηματαρχαίους ως έμπορος. Είχε να τους πουλήσει ανταλλακτικά αυτοκίνητων. Ζητούσε 15 εκατομμύρια. Οι άλλοι όμως κάνανε παζάρια.

- Πολλά είναι! Θα σου δώσουμε οχτώ. Εμείς δεν βγάζουμε τίποτα απ' αυτά τα πράγματα. Τα παίρνουμε μονάχα για να εξυπηρετήσουμε την πελατεία μας.

- Δε μου συφέρνει. Εγώ τ' αγόρασα 14 εκατομμύρια.

Τελικά, τα παζάρια ευνόησαν τον Μπούρδα, που κατάφερε να αποσπάσει 11 εκατομμύρια από τους εμπόρους. «Έχε χάρη που μου χρειάζονται για μια άλλη δουλειά. Μ' εκβιάζετε!», τους έλεγε.


Οι έμποροι ζήτησαν να δουν τα πράγματα. Εκείνος τους είπε ότι τα έχει παρατημένα κάπου στον συνοικισμό Ζωγράφου.

Πήρανε ένα αυτοκίνητο, ο ένας από τους εμπόρους είχε στη τσέπη τα 11 εκατομμύρια και ξεκινήσανε για του Ζωγράφου. Και ο Μπούρδας στο αμάξι μαζί τους.

Τώρα, η ιδέα του να μπεις με χρήματα στα χέρια πλάι σε έναν άγνωστο και να πας βόλτα στην εξοχή (η περιοχή του Ζωγράφου ήταν χωράφι τότε), δεν ήταν και η πιο έξυπνη κίνηση, θα σκεφτείτε.

Οι δύο επιχειρηματίες και ο Μπούρδας μαζί, όταν σταμάτησαν το αμάξι και βγήκαν έξω, είδαν μπροστά τους δύο άγνωστους άντρες. Κρατούσαν μαχαίρια και δεν είχαν φιλικές διαθέσεις. Τους επιτέθηκαν, τους χτύπησαν, τους πήραν μέχρι και την τελευταία δραχμή.


Ο Μπούρδας βογγούσε, παρά το γεγονός ότι οι άγνωστοι άντρες σχεδόν τον είχαν αγνοήσει. Ρώταγε τους πληγωμένους επιχειρηματίες, «είστε καλά, σας χτυπήσανε πολύ;». Τον λόγο είχε όμως η αστυνομία.

Σύμφωνα με τις έρευνες που ακολούθησαν, διαπιστώθηκε πως οι κλέφτες γνώριζαν πολύ καλά τον Μπούρδα και ήταν «μιλημένοι». Όπως αναφέρει η αρθρογραφία της εποχής «επιτέθηκαν μόνο φαινομενικώς εναντίον του Μπούρδα».

Ο κουτοπόνηρος κλέφτης κατέληξε στη φυλακή, αλλά το ερώτημα παρέμεινε. «Θα βρεθούνε και τα λεφτά; Ιδού η απορία;».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου