
Αν είχα καταρρεύσει, θα ήξερα πού βρίσκομαι. Θα υπήρχε πόνος, χάος και μια απώλεια με το όνομά σου. Κάτι αναμενόμενο δηλαδή, κάτι που εξηγείται. Όμως δεν έγινε τίποτα από αυτά. Δεν έκλαψα όπως περίμενα ούτε ένιωσα να χάνεται το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Και τότε κατάλαβα κάτι που δεν ήθελα να δω, πως το τέλος δεν ήταν η στιγμή που έφυγες. Το τέλος είχε συμβεί πολύ νωρίτερα…
Γιατί τελικά, δεν πενθείς μια σχέση όταν κλείνει η πόρτα. Την πενθείς όταν αρχίζεις να αισθάνεσαι μόνος ενώ κάθεσαι δίπλα σε κάποιον. Όταν οι λέξεις σβήνουν πριν ειπωθούν, γιατί ξέρεις ότι δε θα βρουν χώρο. Όταν το να εξηγήσεις πώς νιώθεις μοιάζει κουραστικό, μάταιο σχεδόν ντροπιαστικό. Εκεί ξεκινά το πραγματικό πένθος. Όχι με κραυγές, αλλά με μούδιασμα.
Σιγά-σιγά έμαθα να μη ζητάω. Όχι επειδή δεν είχα ανάγκες, αλλά επειδή έμαθα πως οι ανάγκες μου δε χωρούσαν. Έμαθα να μη θυμώνω, γιατί ο θυμός δεν άλλαζε τίποτα. Έμαθα να δικαιολογώ τη σιωπή σου, την απόσταση, την απουσία σου, μέχρι που αυτές έγιναν κανονικότητα. Και κάθε φορά που το έκανα αυτό, απομακρυνόμουν λίγο από τον εαυτό μου και πολύ από εμάς. Κάθε μικρή απογοήτευση ήταν μια μικρή απώλεια. Κάθε φορά που δεν ένιωθα επιλογή αλλά βάρος, κάτι μέσα μου υποχωρούσε. Δεν το καταλάβαινα τότε. Νόμιζα πως ωρίμαζα. Πως έδειχνα κατανόηση. Στην πραγματικότητα, απλώς μάθαινα να αντέχω λιγότερα χωρίς να μιλάω.
Το πιο σκληρό κομμάτι είναι ότι αυτό το πένθος το έζησα όσο ήμασταν ακόμη μαζί. Κανείς δεν το είδε. Ούτε καν εσύ. Γελούσα, λειτουργούσα, υπήρχα. Αλλά μέσα μου αποχαιρετούσα. Κάθε βράδυ και λίγο. Κάθε φορά που περίμενα κάτι διαφορετικό και ερχόταν το ίδιο. Μέχρι που η καρδιά μου κουράστηκε να χτυπά για κάτι που δεν απαντούσε.
Κι έτσι, όταν έφυγες, δεν υπήρξε σοκ. Υπήρξε μια περίεργη ησυχία. Σαν να σταμάτησε επιτέλους ένας θόρυβος που υπήρχε εδώ και καιρό. Δεν ήταν ανακούφιση. Ήταν επίγνωση. Το σώμα μου ήξερε πριν από μένα. Είχε ήδη μάθει να ζει χωρίς προσδοκία, χωρίς την αγωνία του μήπως σήμερα αλλάξει κάτι. Κι ύστερα ήρθε η ενοχή. Γιατί δε διαλύθηκα; Γιατί δε σε κράτησα; Γιατί δεν πόνεσα περισσότερο; Και κάπου εκεί δεν περιμένεις πραγματική απάντηση γιατί είχε έρθει η πραγματική, νωρίτερα, μιας και είχες ήδη πονέσει για πολύ καιρό. Γιατί είχα εξαντλήσει κάθε απόθεμα συναισθήματος προσπαθώντας να κρατήσω κάτι που δεν κρατιόταν. Η μη κατάρρευση δεν ήταν ψυχρότητα. Ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονης φθοράς. Ήταν οι μικρές, αόρατες καταρρεύσεις που είχαν προηγηθεί. Εκείνες που έγιναν σιωπηλά, μέσα μου και χωρίς μάρτυρες. Εκείνες που δε φάνηκαν ποτέ, γιατί συνέχισα να είμαι εκεί.
Το πιο επώδυνο δεν είναι ότι έφυγες. Είναι ότι εγώ έμεινα όσο έπρεπε να έφευγα. Ότι πένθησα τη σχέση ενώ ακόμη την αποκαλούσα ‘μας’. Ότι αποχαιρετούσα κάθε μέρα κάτι που τυπικά υπήρχε, αλλά ουσιαστικά είχε χαθεί. Έκανα όλη τη δουλειά του χωρισμού μόνος, πολύ πριν υπάρξει χωρισμός. Κι όταν τελικά ειπώθηκε το τέλος, δεν ένιωσα ότι τελείωσε κάτι ζωντανό. Ένιωσα ότι σταμάτησα να προσποιούμαι. Ότι αυτό που με πονούσε είχε ήδη πεθάνει και εγώ απλώς δεν το είχα θάψει ακόμη. Δεν υπήρξε δράμα, γιατί το δράμα είχε παιχτεί στα παρασκήνια αυτού του ‘εμείς’.
Έφυγες και δεν κατέρρευσα λοιπόν! Όχι γιατί δεν αγάπησα αλλά γιατί αγαπούσα μόνη για τόσο καιρό και όταν έφυγες, είχα ήδη μάθει να στέκομαι χωρίς εσένα. Και αυτή η σιωπηλή αντοχή μου και το πιο τρομακτικό απ’ όλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου