Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης
Τον έβλεπα συχνά θαμώνα εκεί στο καπηλειό στου Σέγγου, σε ένα στενό αδιέξοδο σε μια γωνιά προσφυγική εκεί στα Μυτιληναίϊκα στην Άνω Νέα Σμύρνη.
Σκυφτός με ένα τσιγάρο σέρτικο, με μια φωτιά για άναμμα από το πρωί ως το βράδυ, τα δάχτυλά του κίτρινα καθώς και το δασί μουστάκι του, το προσωπό του αυλακωμένο λές και έβλεπα το ανάγλυφο του χωριού μου. Θύμιζε άνθρωπο σπηλαίων, άνθρωπος κλειστός στο καβούκι του δύσκολα του έπαιρνες κουβέντα. Εκεί με ένα καραφάκι ούζο πέρναγε την ημέρα του.
-Ρε μπάρπα Κωστή τι μέρος του λόγου είναι ετούτος;
-Άστα μωρέλι μ Γιωργέλημ αυτός κουβαλάει την μισή ιστορία πάνω του αν τα καταφέρεις θα μάθεις πολλά από αυτόν, αλλά που' όχι σήμερα για τι μας είδε και θα καταλάβει ότι σε έβαλα εγώ στο κατόπι δεν ξέρω τι θα μου σούρει.
Ήρθα και τον αντάμωσα με ένα πακέτο σέρτικο και ένα καραφάκι ούζο δεν τα έπαιρνε με τίποτα, τον έριξα στο φιλότιμο. Μπάρπα πάρτα σε παρακαλώ μου θυμίζεις τον σχωρεμένο τον πατέρα μου. Τελικά με τα πολλά τα πήρε, ρώτησα πως βρέθηκε στην Λέσβο απο το Μπουρνόβα και πως στην Αττική.
Και αρχινάει χείμαρος ο μπάρπας, τώρα θα δούμε πως θα ξεμπερδέψεις μου λέει ο Πάνος απο τα Παράκυλα. Όταν συμπαθεί κάποιον ανοίγει την καρδιά του Είχαμε που λές Γιωργέλη μου μεγάλο καζάντιο στην Σμύρνη απο όλα τα καλλά και ο μπιζαχτάς πάντοτε γιομάτος. Μετά ήρθαν οι δικοί μας, μας ξασήκωσαν εκεί που είχαμε τους Τούρκους δούλους τώρα γήνηκαν οι σφαγείς μας, είχαν σημαδεμένους απο τις ελληνικές σημαίες μας στα μπαλκόνια.
Τώρα σκέπτομε μήπως δεν κάναμε καλά, τέλος πάντων όταν αρχισε το μακελειό μπήκαμε σε ένα καίκι και φτάσαμε στη Λέσβο. Καθήσαμε λίγο καιρό και ήρθαμε εδώ εγώ με ένα μωρέλη στήν αγκαλιά και η κυρά σουλτάνα ένα στην κοιλιά.
Αγώνας μεγάλος που λές, κάπου βρήκα μια δουλειά σαν μεταφορέας μου πέσανε οι πλάτες, μετά τσαγγάρης αυτή ήταν η τέχνη μου, δεν βλέπαμε θεού πρόσωπο. Τις γυναίκες μας παστρικές τις φωνάζανε και εμάς τουρκόσπορους, ακόμη αργότερα και τα παιδιά μας.
Δόξα το θεό αυτά πολλά τα περάσαμε τώρα τι γένετε[ βγάζοντας ο μπάρπας έναν βαρύ αναστεναγμό] φαινόταν ότι κάτι ήθελε να πεί ακόμη ρουφώντας κάτι απανωτές απο το σέρτικο και την τελευταία σταγόνα ούζο. Και ύστερα ήρθε ο μεγάλος πόλεμος βγήκαμε στο βουνό για αντίσταση για λευτεριά, μετά φυλακές και ξεροννήσια γιατί ήμασταν συμμορίτες έτσι μας φωνάζανε.
Πάντως κάτι τον έτρωγε μέσα του. Μαθές Γιωργέλη μου ξεχνάω, αλλα έναν πατριώτη σου δεν τον ξεχνώ ποτέ.
-Από Ήπειρο δεν κρατάει η σκούφια σου;
-Ναι μπάρπα του αποκρίνουμε.
-Ε λοιπόν ένα παλλικάρι που αργότερα μάθαμε ότι ήταν ληστής, αυτός λοιπόν με τα λευτά από την ληστεία όπως λέγετε έκανε δικό του νταϊφά και ξεπάστρευε τους Τσέτες.
-Α κατάλαβα λες για τον Θύμιο Γάκη.
-Μεγαλη ιστρια αλλη φορα θα σου την πώ. Δεν μου λες μωρελη μου ξέρεις γιατί αυτοκτονούν οι ανθρωποι; Καλά ρε μπάρπα τι απορίες έχεις και μείναμε εκεί.
Περνώντας από καιρό ρωτάω τον κάπελα τι έγινε ο μπάρπα Ιορδάνης, Μου είπε τα καθέκαστα, ο γέρος αυτοκτόνησε τον βρήκαν κρεμασμένο μην αντέχοντας ντροπές του μικρού του παιδιού με την νύφη του, του μεγαλου παιδιού.
Υστερόγραφο. Το κείμενο δεν αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου