
Στις 21 Ιουνίου 1950 γεννήθηκε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, που μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας. Οι παιδικές του εμπειρίες και οι οικογενειακές ιστορίες διαμόρφωσαν το μουσικό του ταξίδι και τα τραγούδια του.
Σαν σήμερα, στις 21 Ιουνίου 1950 γεννήθηκε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στο χωριό Βάστα Αρκαδίας, δυτικά της Μεγαλόπολης. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε εκεί (έως τα 7 του) και μερικές εμπειρίες του απ' αυτά τις έκανε τραγούδια, όπως τη «Σφεντόνα».
Στα 12 του χρόνια πήρε την πρώτη του κιθάρα. Αργότερα συμμετείχε σε διάφορα συγκροτήματα της εποχής, όπου έκανε και τα πρώτα του μουσικά βήματα. Το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσε σε ιταλικό στίχο σε διάφορα κλαμπ, το ονόμασε CROSSWORDS.
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου πήρε το όνομα του θείου του, του αδελφού του πατέρα του, τον οποίο σκότωσαν οι χίτες στον εμφύλιο. Μάλιστα, όπως διηγήθηκε ο αγαπημένος τραγουδιστής στο περιοδικό Μετρονόμος, ο θείος του είχε έναν μαρτυρικό θάνατο.
ξέρω στα εξήντα, παιδιά πολυμελών οικογενειών. Στο σχολείο δεν ήμουν ζωηρός απέναντι στα άλλα παιδιά. Ήμουν ζωηρός απέναντι στις δικές μου ανάγκες καθώς με ό,τι καταπιανόμουν, τα έδινα όλα. Έπαιζα μπάλα και λιποθυμούσα από την υπερπροσπάθεια.
Και το κελάηδημα της φωνής της μαμάς μου, που δεν την άφηνα να κοιμηθεί για να με νανουρίσει. Μια υπέροχη κελαρυστή, σαν ρυάκι, φωνή.
Μέχρι τα μέσα της δευτέρας δημοτικού πήγα στο σχολείο του χωριού. Στην τάξη ήμασταν εννέα παιδιά και όλα μαζί γύρω στα εξήντα, παιδιά πολυμελών οικογενειών. Στο σχολείο δεν ήμουν ζωηρός απέναντι στα άλλα παιδιά. Ήμουν ζωηρός απέναντι στις δικές μου ανάγκες καθώς με ό,τι καταπιανόμουν, τα έδινα όλα. Έπαιζα μπάλα και λιποθυμούσα από την υπερπροσπάθεια.
Ήμουν καλός στα αθλήματα, είχα πάρει βραβεία στο τρέξιμο και στο άλμα, δεν είχα όμως μυαλό για γράμματα καθώς πάντα σκεφτόμουν τη μουσική. Όταν δε, αργότερα έμπλεξα με την κιθάρα, παράτησα και τον αθλητισμό. Μάλιστα τα τρία τελευταία χρόνια του Γυμνασίου τα είχα περάσει με ολική εξέταση το Σεπτέμβρη.
Με διάβαζε η αδελφή μου δέκα μέρες και περνούσα τις τάξεις. Το δε απολυτήριο του Γυμνασίου, το πήρα αφού τελείωσα τη στρατιωτική μου θητεία, γιατί ήταν ο καημός του μπαμπά μου. Εγώ είχα μείνει από απουσίες διότι ξενυχτούσα τα βράδια τραγουδώντας στα μαγαζιά και το πρωί δεν μπορούσα να ξυπνήσω να πάω στο σχολείο…».
* Το απόσπασμα είναι από την αφήγηση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στον Σπύρο Αραβανή για το αφιέρωμα του περιοδικού Μετρονόμος, τχ. 66, 2018.
Και το κελάηδημα της φωνής της μαμάς μου, που δεν την άφηνα να κοιμηθεί για να με νανουρίσει. Μια υπέροχη κελαρυστή, σαν ρυάκι, φωνή.
Μέχρι τα μέσα της δευτέρας δημοτικού πήγα στο σχολείο του χωριού. Στην τάξη ήμασταν εννέα παιδιά και όλα μαζί γύρω στα εξήντα, παιδιά πολυμελών οικογενειών. Στο σχολείο δεν ήμουν ζωηρός απέναντι στα άλλα παιδιά. Ήμουν ζωηρός απέναντι στις δικές μου ανάγκες καθώς με ό,τι καταπιανόμουν, τα έδινα όλα. Έπαιζα μπάλα και λιποθυμούσα από την υπερπροσπάθεια.
Ήμουν καλός στα αθλήματα, είχα πάρει βραβεία στο τρέξιμο και στο άλμα, δεν είχα όμως μυαλό για γράμματα καθώς πάντα σκεφτόμουν τη μουσική. Όταν δε, αργότερα έμπλεξα με την κιθάρα, παράτησα και τον αθλητισμό. Μάλιστα τα τρία τελευταία χρόνια του Γυμνασίου τα είχα περάσει με ολική εξέταση το Σεπτέμβρη.
Με διάβαζε η αδελφή μου δέκα μέρες και περνούσα τις τάξεις. Το δε απολυτήριο του Γυμνασίου, το πήρα αφού τελείωσα τη στρατιωτική μου θητεία, γιατί ήταν ο καημός του μπαμπά μου. Εγώ είχα μείνει από απουσίες διότι ξενυχτούσα τα βράδια τραγουδώντας στα μαγαζιά και το πρωί δεν μπορούσα να ξυπνήσω να πάω στο σχολείο…».
* Το απόσπασμα είναι από την αφήγηση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στον Σπύρο Αραβανή για το αφιέρωμα του περιοδικού Μετρονόμος, τχ. 66, 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου