
Γράφει ο Χρήστος Αλεξίου
Τον αγαπούσε τον χαμό της.
Αλλά όχι αυτόν τον απότομο, τον χωρίς προειδοποίηση.
Τον άλλον, τον τρυφερό — εκείνον που φέρνει η μνήμη όταν δεν έχεις πού να πας.
Του έλειπαν οι χαζομάρες της.
Όπως εκείνα τα πρωινά που ξυπνούσε και της έριχνε τα μαλλιά στη μύτη για να τη νευριάσει.
Φώναζε, σκεπαζόταν μέχρι τα αυτιά, τον έβριζε.
Και μετά γελούσε.
Ή τουλάχιστον έτσι θέλει να θυμάται.
Θυμόταν κι εκείνο το καταραμένο φαγητό που της μαγείρεψε.
Αηδία, του είπε.
Κι είχε δίκιο.
Το έφαγε από εγωισμό και έκανε τρεις μέρες να συνέλθει.
Αλλά όχι, δεν το παραδέχτηκε ποτέ.
Όχι μπροστά της.
Δεν ήταν μόνο αυτά.
Ήταν οι μικρές στιγμές. Οι σπασμένες ανάσες. Τα μισά “σ’ αγαπώ” που έμεναν στον λαιμό.
Κι εκείνη, να τον κοιτάει σαν να μπορούσε να του διαβάσει την ψυχή, ακόμα κι όταν έκανε πως δεν τον βλέπει.
Δεν μίσησαν ποτέ ο ένας τον άλλον.
Απλώς κάποια στιγμή πέρασαν από το τέλος χωρίς να το καταλάβουν.
Και τώρα, τι έμεινε;
Ένας άντρας που δεν ξέρει αν του λείπει εκείνη,
ή το πώς ήταν ο εαυτός του όταν ήταν μαζί της.
Και μια τελευταία απορία:
του ‘κανε ποτέ κανείς τόσο άθλιο φαγητό,
που να του λείπει τόσο πολύ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου