
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Δεν γίνεται να έρχεσαι σαν ησυχία και να φεύγεις σαν καταστροφή.
Να λες «μπορείς να ακουμπήσεις πάνω μου», και ύστερα να εξαφανίζεσαι.
Δεν γίνεται να την κάνεις να ξεκλειδώσει τα πιο κλειστά της κομμάτια, να σου εμπιστευτεί τα σκοτάδια της, να σου δώσει τις αλήθειες της και μετά… να γίνεσαι εσύ ο λόγος που φοβάται ξανά.
Δεν γίνεται να μπαίνεις σαν καταφύγιο και να φεύγεις σαν θύελλα.
Δεν γίνεται να μπαίνεις σαν ασφάλεια και να φεύγεις σαν φόβος.
Κι όμως, το έκανες.
Την πλησίασες σαν κάποιος που ξέρει. Κάποιος που δεν ήρθε απλά για να περάσει την ώρα του, κάποιος που δεν ήθελε να είναι άλλη μια στάση σε μια διαδρομή που δεν έχει προορισμό.
Και σε πίστεψε.
Γιατί το είπες όμορφα. Το έδειξες με τρόπο που έμοιαζε αληθινός. Την έκανες να αφήσει την άμυνά της, να πει «ίσως αυτή τη φορά είναι αλλιώς».
Και ύστερα… χάθηκες.
Χωρίς επαρκή λόγο, χωρίς εξήγηση, χωρίς θόρυβο.
Και δεν την πλήγωσε μόνο το ότι έφυγες.
Τη διέλυσε το πώς έφυγες.
Το πώς σε κοίταζε και δεν ήσουν πια εκεί.
Το πώς την έκανες να πιστέψει σε όλα όσα δεν πίστευε πια, μόνο και μόνο για να της τα γκρεμίσεις λίγο πιο βίαια απ’ ό,τι είχε κάνει κανείς πριν από σένα.
Το πώς την έπεισες πως αυτή τη φορά, δεν θα φύγει κανείς.
Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο;
Δεν ήταν ανάγκη να μείνεις. Δεν σε παρακάλεσε ποτέ. Δεν σου ζήτησε ποτέ περισσότερα απ’ όσα μπορούσες να δώσεις.
Αλλά εσύ ήρθες.
Κι όταν έρχεσαι, όταν δίνεις ελπίδα, όταν κάνεις κάποιον να σε πιστέψει, τότε δεν μπορείς να φεύγεις σαν να μην ήσουν ποτέ εκεί.
Δεν μπορείς να γίνεσαι ο λόγος που κάποιος ξαναχτίζει τις άμυνές του.
Δεν μπορείς να γίνεσαι ο λόγος που εκείνη παρέδωσε την ασπίδα της, μόνο και μόνο για την κάνεις ολόκληρη μια ασπίδα πια..
Γιατί δεν γίνεται να μπαίνεις στη ζωή κάποιου σαν λιμάνι και να φεύγεις σαν φουρτούνα.
Δεν γίνεται.
Κι όμως, το έκανες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου