Το Τελευταίο Ταξίδι
Δεν ήξερα πως τα όνειρα μπορούν να πονάνε.
Μα απόψε σε είδα ξανά, αδερφέ μου.
Στεκόσουν εκεί, μπροστά μου,
Τα μάτια σου έλαμπαν, όπως τότε.
Τα μαλλιά σου ήταν ανακατεμένα απ’ το ταξίδι,
τα χέρια σου γεμάτα ζωή.
Δεν καταλάβαινα τι έλεγες.
Νόμιζα πως απλά με περίμενες,
πως ήταν ένας σταθμός όπως όλοι οι άλλοι.
Κι ύστερα, θυμήθηκα.
Ήμασταν στο τρένο.
Εσύ δίπλα στο παράθυρο, εγώ στο διάδρομο.
Γελάγαμε, θυμάσαι;
Μιλούσαμε για το καλοκαίρι, για τις διακοπές που θα κάναμε μαζί.
Για τη ζωή που απλωνόταν μπροστά μας,
σαν τις ράγες που χάνονταν στον ορίζοντα.
Δεν άκουσα τον θόρυβο αμέσως.
Δεν θυμάμαι αν ήταν κραυγή ή αν ήταν η ίδια η νύχτα που σκίστηκε στα δύο.
Θυμάμαι μόνο ότι σε κοίταξα,
και τα μάτια σου ήταν ακόμα γεμάτα ζωή,
ακόμα και τη στιγμή που όλα διαλύονταν.
Ένιωσα τη φωτιά να σκαρφαλώνει στα ρούχα μου.
Ο καπνός έκοβε την ανάσα μου,
έκαιγε τα σωθικά μου,
μα εγώ δεν έβλεπα τίποτα,
δεν ένιωθα τίποτα,
παρά μόνο το χέρι σου που προσπαθούσε να με τραβήξει.
"Βγες έξω, ρε! ΤΡΕΧΑ!"
Δεν πρόλαβα.
Δεν προλάβαμε.
Κάποιοι φώναζαν.
Άλλοι δεν πρόλαβαν καν να φωνάξουν.
Ο αέρας μύριζε σάρκα, καμένο μέταλλο και λάθη.
Λάθη που έγιναν στάχτη πάνω στα κορμιά μας.
Και ύστερα…
Δεν είχε ύστερα.
Θυμάμαι τον εαυτό μου να πνίγεται,
να προσπαθώ να κρατηθώ από κάτι που δεν υπήρχε.
Να ανοίγω τα μάτια μου μέσα σε ένα σκοτάδι που δεν είχε τέλος.
Το τρένο είχε σταματήσει,
μα εγώ ταξίδευα ακόμα.
Και τώρα είμαι εδώ.
Και σε βλέπω μπροστά μου.
"Μάκη, γιατί έκλαιγες τόσο; Δεν έπρεπε να πονάς έτσι για μένα."
Και τότε κατάλαβα.
Πως αυτό δεν ήταν όνειρο.
Πως δεν θα ξυπνούσα ποτέ.
Πως το τελευταίο μας ταξίδι δεν είχε προορισμό.
Και πως η ψυχή μου είχε ήδη φύγει,
καμένη,
ακόμα παγιδευμένη στις ράγες.
Κι εσύ, αδερφέ μου,
θα με περιμένεις εδώ.
Γιατί τα τρένα μπορεί να σταματούν,
αλλά οι ψυχές μας ταξιδεύουν για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου