Tο μύνημα της ημέρας

Άντε ρε ανθρωπάκο.. άντε.. μας το παίζεις και δικαστής. Φτιάξε βρε τα άσχημα πρώτα του δικού σου εαυτού και της δικής σου ζωής, και άσε των άλλων.

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Ο θρυλικός λήσταρχος Νταβέλης και η τελευταία του μάχη στην Αράχωβα


Μια ημέρα σαν σήμερα, το 1856, έγινε αυτό που για πολλούς ήταν αδύνατο να συμβεί: Ο λήσταρχος Νταβέλης, ο «κυβερνήτης» των βουνών της Αττικοβοιωτίας έπεσε νεκρός σε μάχη.
Λήσταρχος Νταβέλης | YouTube


Κλοπές, ληστείες, δολοφονίες, απαγωγές. Η δράση του λήσταρχου Νταβέλη θα μπορούσε να είναι και μια περίληψη του ποινικού κώδικα. Στην εποχή της παντοδυναμίας του ο Νταβέλης ήταν για τον απλό κόσμο, ότι το λιβάνι για τον διάβολο. Έπρεπε να τον αποφεύγουν πάση θυσία.


Πολλές (πάρα πολλές) είναι οι ιστορίες που αφορούν τον θρυλικό λήσταρχο που με τη συμμορία του σκορπούσε τον τρόμο (κυρίως) στην Αττική και τη Βοιωτία. Πολλές από αυτές τις ιστορίες δεν είναι αληθινές καθώς κάπου μέσα στο πέρασμα του χρόνου η υπερβολή μπερδεύτηκε με την πραγματικότητα.


Αληθινές ή όχι οι ιστορίες, πάντως, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 12 Ιουλίου του 1856, ο λήσταρχος Νταβέλης έπεσε νεκρός στην τελευταία μάχη που έδωσε με τους χωροφύλακες στην Αράχωβα. Για τις επόμενες ημέρες, το κεφάλι του βρισκόταν καρφωμένο σε έναν πάσσαλο στην πλατεία Συντάγματος σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής και την αρχή ενός θρύλου.
Ο κυβερνήτης των βουνών

Τρεις είναι οι περιοχές που διεκδικούν τον τίτλο της γενέτειρας του Χρήστου Νάτσιου, του ανθρώπου που θα μείνει στην ιστορία με το προσωνύμιο «λήσταρχος Νταβέλης». Σύμφωνα με μια εκδοχή γεννήθηκε στο Στείρι Βοιωτίας. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει πως γεννήθηκε εκεί όπου τελικά σκοτώθηκε, στην Αράχωβα. Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή που λέει πως γεννήθηκε στα Στύρα Ευβοίας.



Και στις τρεις αυτές εκδοχές ο παρανομαστής είναι κοινός. Γεννήθηκε περίπου το 1832 σε μια φτωχή οικογένεια βοσκών με αρβανίτικη καταγωγή. Ο ίδιος ο Χρήστος Νάτσιος, άλλωστε, τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν βοσκός. Για σχολείο και γράμματα, ούτε λόγος.

Η... κινηματογραφική δράση του Χρήστου Νάτσιου ξεκινάει από το Νταού Πεντέλης. Κάποια στιγμή και κάτω από άγνωστες συνθήκες βρέθηκε εκεί καθώς δούλευε ως βοσκός στα κοπάδια της περιοχής.

Λέγεται πως πηγή εσόδων για τον Χρήστο Νάτσιο ήταν γάλα των ζώων το οποίο το πουλούσε στην Αθήνα. Η... χάρη του έφτασε μέχρι τη Μονή Πετράκη στο Κολωνάκι. Σύμφωνα με κάποιες αφηγήσεις κάποια στιγμή και ενώ ήταν γνωστό πως έφευγε από το βουνό για να πουλήσει το γάλα στην πόλη, τον πλησίασε ο ηγούμενος της Μονής στην Πεντέλη και του ζήτησε να μεταφέρει ένα γράμμα σε μια μοναχή στη Μονή Πετράκη.


Ο Νάτσιος έκανε τον «ταχυδρόμο» 1-2 φορές αλλά χωρίς να καταφέρει να δει ποτέ την μοναχή. Μέχρι που η περιέργεια άρχισε να τον τρώει. Έτσι, κάποια στιγμή πήγε ένα από τα γράμματα του ηγούμενου σε έναν φίλο του που ήξερε να διαβάζει.

Όταν κατάλαβε πως δεν ήταν γράμματα αλλά... ερωτικά ραβασάκια, αποφάσισε να γνωρίσει ο ίδιος τη μοναχή. Κατάφερε να τη δει και από τότε φρόντιζε τακτικά, για να το θέσουμε ευγενικά, να πηγαίνει ο ίδιος το γάλα στη μοναχή.

Όταν ο ηγούμενος έμαθε το τι ακριβώς συμβαίνει πίσω από την πλάτη του, προκειμένου να τιμωρήσει τον Νάτσιο, πήγε στις αρχές και τον κατήγγειλε για ζωοκλοπή. Οι χωροφύλακες τον συνέλαβαν, τον τιμώρησαν υποβάλλοντάς τον σε «φάλλαγα» (μέθοδος ''σωφρονισμού'' με διαδοχικά χτυπήματα στα πέλματα των ποδιών μέχρι αυτά να πρηστούν) και στη συνέχεια τον άφησαν ελεύθερο.

Χολωμένος ο Νάτσιος έφυγε από την Αθήνα και πήγε στα Στύρα στη νότια Εύβοια. Εκεί άρχισε και πάλι να δουλεύει ως βοσκός αλλά και πάλι είχε ερωτικά... μπλεξίματα. Ερωτεύτηκε την κόρη ενός παπά ο οποίος, όμως, την είχε αρραβωνιάσει με έναν πλούσιο τσέλιγκα.

Όταν ο παπάς έμαθε για τις περιπέτειες της κόρης του αποφάσισε να αναλάβει δράση. Όταν ένα απόσπασμα της χωροφυλακής έφτασε στο χωριό αναζητώντας κάποιον φυγόστρατο με το επώνυμο Νάστο, ο παπάς θεώρησε πως ήταν μια καλή ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον εραστή της κόρης του και είπε στους χωροφύλακες πως ο Νάστος που ψάχνουν είναι ο Νάτσιος.

Μάταια ο νεαρός βοσκός προσπαθούσε να πείσει τους βοσκούς πως έχει γίνει παρεξήγηση και πως το επώνυμό του δεν ήταν Νάστος αλλά Νάτσιος. Υπό τον φόβο να συλληφθεί και να περάσει νέα βασανιστήρια, αντέδρασε και πάνω στην προσπάθειά του να διαφύγει, σκότωσε έναν χωροφύλακα.

Κάπως έτσι «πέθανε» ο Χρήστος Νάτσιος και «γεννήθηκε» ο λήσταρχος Νταβέλης που σήμαινε δυνατός. Η παρανομία ήταν, πλέον, μονόδρομος.

Βγήκε στο βουνό και εντάχθηκε στη συμμορία του ξακουστού - εκείνη την εποχή – ληστή Κακαράπη ο οποίος ήταν ξάδελφος της μητέρας του. Σύντομα, όμως, ο Νταβέλης έφτιαξε τη δική του συμμορία και λίγο καιρό αργότερα ήταν ήδη ο «κυβερνήτης» των βουνών της Αττικής και της Βοιωτίας. 

Η τελευταία μάχη του Νταβέλη

Από εκείνο το σημείο και έπειτα όλα είναι λίγο - πολύ γνωστά. Ο λήσταρχος Νταβέλης έγινε ο φόβος και ο τρόμος. «Σπίτι» του Νταβέλη έγινε το «Σπήλαιο των Αμώμων». Η μήκους 112 μέτρων και πλάτους 40 μέτρων σπηλιά στην Πεντέλη.

Το συγκεκριμένο σπήλαιο έμεινε γνωστό ως η «σπηλιά του Νταβέλη» και η αλήθεια είναι πως κατά καιρούς παράγει περισσότερες απόκοσμες ιστορίες απ' όσες μπορούμε να μεταβολίσουμε! Εξωγήινοι, φαντάσματα, υπόγεια περάσματα, μαγνητικά πεδία και άλλα πολλά που ο μύθος θέλει να είναι η πηγή της ανεξάντλητης δύναμης του λήσταρχου Νταβέλη.

Η συγκεκριμένη σπηλιά, άλλωστε, ήταν το «φόντο» για να διαδοθεί η υποτιθέμενη ερωτική ιστορία του Νταβέλη με τη Δούκισσα της Πλακεντίας.

Ταξιδιώτες, χωρικοί, βοσκοί, χωροφύλακες που κινούνταν στις ορεινές περιοχές της Αττικοβοιωτίας είχαν μεγάλες πιθανότητες να αποκτήσουν την ίδια μοίρα: Να βρεθούν μπροστά στον λήσταρχο Νταβέλη ή σε κάποιο μέλος από τη συμμορία του. 

Βέβαια, για να έχει την ανοχή των χωρικών φρόντιζε να κάνει και κάποια καλά. Προίκιζε κοπέλες φτωχών οικογενειών, έδινε χρήματα σε όσους πραγματικά το είχαν ανάγκη, τιμωρούσε τους «ψευτόμαγκες» που διέδιδαν ότι ήταν μέλη της συμμορίας του.

Η φήμη του λήσταρχου Νταβέλη έλαβε διαστάσεις θρύλου όταν οργάνωσε και εκτέλεσε την απαγωγή του αξιωματικού του Γαλλικού στρατού Μπερτώ (ή Μπρετώ). Τότε και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη ο Κριμαϊκός πόλεμος ο Γαλλικός και ο Αγγλικός στρατός είχαν καταλάβει την Αθήνα και τον Πειραιά προκειμένου να αποτρέψουν τη συμμετοχή της Ελλάδας στη σύρραξη.

Ο Νταβέλης έκανε την απαγωγή προκειμένου να ζητήσει λύτρα, επειδή, όμως, μιλάμε για έναν αξιωματικό του στρατού κατοχής, η πράξη του αυτή χαρακτηρίστηκε από τον λαό ως... αντιστασιακή. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο λήσταρχος κατάφερε αυτό που ήθελε. Γέμισε τις τσέπες του με λεφτά αφού η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να γλιτώσει τον διεθνή διασυρμό, έσπευσε να πληρώσει αυτή τα λύτρα (30.000 δραχμές, ποσό τεράστιο για την εποχή) στον Νταβέλη.

Η δράση του λήσταρχου Νταβέλη ήταν τέτοια που πολλές φορές διάφοροι ταξιδιώτες ζητούσαν την προστασία του για να ταξιδέψουν. Στην πραγματικότητα, με σημερινούς... αστυνομικούς όρους, θα λέγαμε πως ο Νταβέλης «πωλούσε» προστασία.


Και κάπως έτσι φτάνουμε στην Ιταλίδα κόμισσα Λουίζα Μπανκόλι, μια πανέμορφη γυναίκα, η οποία βρισκόταν στην Ελλάδα για να μελετήσει το θέμα των ληστών που δρούσαν στην ύπαιθρο. Η κόμισσα κάποια στιγμή θέλησε να ταξιδέψει στους Δελφούς και αφού ήξερε πως... πάει το «πράγμα», προκειμένου να φτάσει με ασφάλεια, στον προορισμό της, ζήτησε την προστασία του Νταβέλη.

Οι δυο τους γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν. Το πρόβλημα, ωστόσο, σύμφωνα με τη λαϊκή αφήγηση, (καθώς, πλέον, ο μύθος και η αλήθεια έχουν μπερδευτεί σε τέτοιο βαθμό που δύσκολα κανείς διακρίνει τι έχει πραγματικά συμβεί), είναι πως την Ιταλίδα κόμισσα είχε ερωτευτεί και ο Γιάννης Μέγας ένας πρώην σύντροφος, υπαρχηγός της συμμορίας και αδελφοποιτός (με ένα κόψιμο του χεριού, ένωναν τα αίματα τους για να δηλώνουν αδέρφια) με τον Νταβέλη.

Οι δρόμοι τους χωρίστηκαν όταν ο Μέγας αποφάσισε να αλλάξει τρόπο ζωής και να ακολουθήσει καριέρα αξιωματικού στη χωροφυλακή.

Την άνοιξη του 1856 ο λήσταρχος Νταβέλης επιτέθηκε στον σταθμό της χωροφυλακής στο Μενίδι όπου αφαίρεσε τον οπλισμό των ανδρών. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ντροπιαστική για το Σώμα και αμέσως συγκροτήθηκε μια ειδική ομάδα, με αρχηγό τον Μέγα, που είχε σαν μοναδικό στόχο την εξόντωση του Νταβέλη.

Όταν το έμαθε αυτό η Λουίζα Μπανκόλι άρχισε να αλληλογραφεί με τον λήσταρχο προκειμένου να σχεδιάσουν τη διαφυγή του στην Ιταλία. Η αλληλογραφία αυτή, ωστόσο, (σύμφωνα πάντα με τον μύθο) έπεσε στα χέρια του Γιάννη Μέγα ο οποίος, πλέον, ξέροντας τις κινήσεις του Νταβέλη άρχισε να τον καταδιώκει δίχως έλεος.

Ο λήσταρχος Νταβέλης θεώρησε πως θα γλιτώσει αν υποχωρούσαν αυτός και η συμμορία του προς τον Παρνασσό, ωστόσο, στην Αράχωβα ο Νταβέλης περικυκλώθηκε στο Ζεμενό (εκεί που ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του) και έπειτα από μάχη σκοτώθηκε. Εκεί σκοτώθηκε και ο Μέγας. Σύμφωνα με τον θρύλο οι δυο πρώην φίλοι αλλησκοτώθηκαν με τα λόγια του Νταβέλη να είναι: «ούτε ο Νταβέλης στα λημέρια, ούτε ο Μέγας στα παλάτια». Στην πραγματικότητα, όμως, φαίνεται πως ο λήσταρχος είχε σκοτωθεί νωρίτερα σε εκείνη την από τον αξιωματικό της χωροφυλακής.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η ιστορία με τη Λουίζα Μπανκόλι, πάντως, όπως και αυτή με τη Δούκισσα της Πλακεντίας, άλλωστε, «μπάζει» καθώς δε «βγαίνουν» οι αριθμοί. Η Ιταλίδα κόμισσα ήταν κάμποσες... δεκαετίες μεγαλύτερη από τον Νταβέλη. Η λαϊκή αφήγηση «πρόσθεσε» αυτή την «πικάντικη» διάσταση στην κόντρα του Νταβέλη με τον Μέγα προκειμένου να την κάνει πιο ελκυστική. Και είναι από εκείνες τις φορές που οι μικρές ιστορικές νοθείες επιτρέπονται.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου