Tο μύνημα της ημέρας
Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024
Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ [1886]Του Αριστομένη Προβελέγγιου (1850-1836
Γ. Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919). Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880. Στα δεξιά της σύνθεσης απεικονίζεται ο Α. Προβελέγγιος να διαβάζει κάποιο ποίημά του, ενώ από τα αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι Γ. Στρατήγης, Γ. Δροσίνης, I. Πολέμης, K. Παλαμάς (στο κέντρο) και Γ. Σουρής. Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός».
Σύρε, παιδί μου, στο καλό, παιδί αγαπημένο·
ήλθ’ η στιγμή σαν το πουλί ν’ ανοίξης τα φτερά σου,
να πας σε κόσμο ξένο,
που σαν αυγή καλοκαιρνή ξανοίγετ’ μπροστά σου.
Στο νου σου όνειρα χρυσά τριγύρω φτερουγίζουν,
μα χίλιαις έννοιαις την καρδιά της μάνας βασανίζουν.
Της λύπης το σκληρό μαχαίρι
είνε ακόμη άβλαβο μες στου παιδιού το χέρι!
Άκουσε τι θα σου ειπώ, κι’ ας σου γραφθούν οι λόγοι
μεσ’ την ψυχή την απαλή.
Καρδιά όπου η λύπη τρώγει,
μ’ αγγέλου φώτισι λαλεί.
Είν’ ένας μαύρος πίνακας ο κόσμος και καθίζεις
εμπρός του και στο χέρι σου παίρνεις χρυσό κοντύλι
και την αθώα σου ψυχή απάνω ζωγραφίζεις.
Γράφεις αγγέλους με γλυκό χαμόγελο στα χείλη,
έρωτας γράφεις με λουλούδια
και πανηγύρια και τραγούδια!
Μα μίαν αυγή θα σηκωθής
και σε σκοτάδι θα βρεθής.
Όλαις αυταίς η χάρες του και όλα τα στολίδια
απ’ την καρδιά σου βγαίνουνε, του νου σου’ νε παιγνίδια.
Αν κάπου σου χαμογελά κανένα λουλουδάκι,
πολλά λουλούδια γνώριζε πως έχουνε φαρμάκι.
Εχθρούς και φίλους πρόσεχε· γιατί και φίλου χέρι
την πλειό αγιάτρευτη πληγή συχνά μας καταφέρει.
Όλα να υποπτεύεσαι, και το καλό ακόμη,
κ’ έχε το νου σου άγρυπνο στου χαριστή τη γνώμη·
γιατί συχνά και η πηγή που βγαιν’ η καλοσύνη
είνε θολή κι’ ακάθαρτη και θάνατο μας δίνει.
Κακογλωσσιά μη σε τρομάζη,
αλλ’ ούτε και ο έπαινος να μη σε αφαρπάζη.
Οι φίλοι πούχουν πλούσιο σε έπαινο το στόμα
μας βλάπτουν περισσότερο κι’ απ’ τους εχθρούς ακόμα.
Τίποτε απ’ το δρόμο σου να μη σε παρασύρη!
σαν τον καλό αρμένιζε και συ καραβοκύρη,
οπού το δρόμο του πηγαίνει,
και αν γελά η θάλασσα, κι αν ήνε θυμωμένη.
Εκεί που πας, παιδάκι μου, πολλοί ξενιτευθήκαν
μα λίγοι πίσω εστραφήκαν.
Είνε πολλαίς Νεράϊδες εκεί χρυσομαλλούσαις
που μαγεμένη αγκαλιά στους ξένους νηούς ανοίγουν
σαν της φρικταίς αναρρεούσαις,
που σέρνουνε στα βάθη των τα πλοία και τα πνίγουν.
Στης ψεύτικαις αγάπαις σου, στης ψεύτικαις χαραίς σου
αχ, την αγάπη μη ξεχνάς της μάνας σου ποτέ σου.
Σαν το αθώο γάλα της που σ’ έχει αναθρέψει,
είνε αγνή και άδολη και βάσανα δεν έχει·
καθώς εκείνο, της ζωής την ευλογία βρέχει,
και, αγαπάς δεν αγαπάς, αυτή δεν θα στειρέψη.
Μη λησμονής τη μάνα σου, όπου δεν έχει άλλη
στη γη αγάπη πειό μεγάλη.
Μη λησμονής, παιδάκι μου, αυτό το φτωχικό μας,
που πέρασες τα χρόνια σου τα ποιο ευτυχισμένα·
ειν’ άγια κ’ ευλογημένα
Τα μέρη που τα κόκκαλα κοιμούνται των γονηών μας!
Τα δάκρυα τη μάνα πνίγουν,
κλαίνε κ’ οι δυό αγκαλιασμένοι,
οι ναύται το πανί ανοίγουν,
το πλοίο πειά δεν περιμένει.
Όσα ο λόγος δεν προφθάνει
τα αποσώνουν τα φιλιά,
κι’ η λυπημένη τους ματιά
πούνε σε δάκρυα λουσμένη.
Ακίνητη, καθώς οι βράχοι
εκεί της ακροθαλασσιάς,
η μάνα κάθεται μονάχη
σαν άγαλμα απελπισιάς.
Θωρεί το πλοίο να χωνεύη
μέσα σε θάλασσα μεγάλη,
σαν άστρο όπου ταξειδεύει
σε κύμα δίχως περιγιάλι.
Τι εστερήθη τότε νοιώθει,
τότε της λύπης το θεριό
μες στην καρδιά της εσηκώθη
μ’ έννοιαις και πόνους χίλιους δυό.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου