
Στο καταφύγιο τον φώναζαν «Ο Σιωπηλός».
Ενώ τα άλλα σκυλιά πηδούσαν και γάβγιζαν, ο Άρης στεκόταν ακίνητος, με τα πόδια ακουμπισμένα στα κάγκελα, κοιτώντας τους περαστικούς που δεν τον πρόσεχαν.
Αλλά ο Άρης δεν ήταν πάντα έτσι.
Όταν έφτασε, ήταν γεμάτος ζωή και ελπίδα. Πίστευε πως η οικογένειά του θα επέστρεφε σύντομα, πως οι κρύοι τοίχοι ήταν μόνο προσωρινοί.
Οι μέρες έγιναν εβδομάδες, οι εβδομάδες μήνες.
Η ελπίδα έσβησε. Δεν έτρωγε, δεν αντιδρούσε στις ήρεμες φωνές και κρυβόταν στη σκοτεινή γωνιά του κλουβιού.
Ώσπου ένα Σάββατο υιοθεσιών όλα άλλαξαν.
Ανάμεσα στις φωνές ακούστηκε μία:
— Άρη!
Τα αυτιά του σηκώθηκαν, τα μάτια του έλαμψαν και μετά από μήνες σιωπής ξαναγάβγισε.
Απέναντι, ένα κορίτσι δέκα ετών έκλαιγε:
— Εσύ είσαι!
Ήταν η οικογένειά του.
Ο «Σιωπηλός» ξανάγινε Άρης.
Και αυτή τη φορά, γύρισε σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου