Tο μύνημα της ημέρας

Όταν δεν μπορούμε να ξεσπάσουμε εκεί που πονάμε, ξεσπάμε εκεί που αγαπάμε (και μας ανέχονται)

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

“Ο παππούς μου ο Χρήστος” (της Ντίνας Αγράμπελη)


Ο παππούς μου ο Χρήστος είχε άσπρα μαλλιά και μεγάλο χαμόγελο. Η κύρια ανάμνησή μου από την εικόνα του, προέρχεται από μία γελαστή ασπρόμαυρη φωτογραφία.

Πέθανε όταν ήμουν οκτώ χρονών. Στο κρεββάτι της αρρώστιας του φώναζε «Ντίνκαααα….» και με στέλναν να δω τι με θέλει. Δεν είχαν καταλάβει πως φώναζε την γυναίκα του και γιαγιά μου που είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν γεννηθώ εγώ.

Ο παππούς μου ο Χρήστος αγαπούσε τις μέλισσες και το μέλι. Αγαπούσε και το κρασί. Και είχε σχέση με την παραγωγή και των δύο. Τον θυμάμαι να ονομάζει τα κλήματα, ροζακί, γαλλικό, άσπρο κλπ.

Μας άφησε κληρονομιά -άγνωστο πως- ένα κλήμα από το γαλλικό που πρόσφατα έμαθα πως το λένε Ιζαμπέλλα. Που μεγάλωσε κ θέριεψε στο διαχωριστικό του κήπου και που εγώ το έχω υιοθετήσει, επίσης άγνωστο μέσα από ποιες μνήμες ακριβώς, και τ αγαπώ και κάπως το φροντίζω.

Προχθές που «είχα τρύγο» ο παππούς μου καθόταν στο μπαλκόνι και με καμάρωνε. Είχε φορέσει την τραγιάσκα του για να μην του καίει ο ήλιος την φαλάκρα και χαμογελούσε. Λέξη δεν βγήκε απ το στόμα του. Είχε μια έκφραση, κάτι σαν «κοίτα να δεις, δεν της τόχα της εγγονής μου πως θα χαιρόταν κάποτε τόσο πολύ με το κλήμα το γαλλικό» έλεγε το πρόσωπό του.
Εγώ σώπαινα και έκοβα τα τσαμπιά. Έτρωγα και μερικές ρόγες. «Μόνο νερό της βροχής και ήλιο έχουν πάνω τους» σκεφτόμουν. Οι μέλισσες ζουζούνιζαν και τρώγαν κ αυτές. Ένα κυδώνι έπεσε με κρότο στο έδαφος. Σήκωσα τα μάτια μου στο μπαλκόνι.

 Κανείς δεν ήταν εκεί. «Αχ παππού μου» μονολόγησα, « νάξερες πόσους δρόμους βρίσκει η ψυχή για να ξανάρθει σε κάποιες από τις ρίζες της.»
Στα νεκροταφεία το χώμα ήταν γεμάτο κυκλάμινα, τόσο όμορφα είχαν κυριεύσει τα πάντα, που έμεινα να τα λατρεύω για ώρα.

Μετά άναψα τα κεράκια μου κ έφυγα. Σε λίγο με κατάπιε η άσφαλτος και η καθημερινότητά μου. Αυτά..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου