Tο μύνημα της ημέρας

Όταν δεν μπορούμε να ξεσπάσουμε εκεί που πονάμε, ξεσπάμε εκεί που αγαπάμε (και μας ανέχονται)

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Γιατί ο Αρτέμης Μάτσας έπαιζε τόσο επιτυχημένα τον ρόλο του «δωσίλογου»;


Μία ημέρα σαν σήμερα, στις 7 Σεπτεμβρίου 2003, πέθανε ο Αρτέμης Μάτσας ο πιο αγαπημένος «δωσίλογος» του ελληνικού κινηματογράφου.
Αρτέμης Μάτσας | YouTube



Για να μη σας κρατάω σε ... αγωνία, η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είχε δοθεί πριν από αρκετά χρόνια από τον ίδιο τον Αρτέμη Μάτσα και φυσικά κρύβει από πίσω της μία συγκλονιστική ιστορία.


«Παίζω τόσο καλά τον καταδότη για να κάνω τον κόσμο να μισήσει τους καταδότες» είχε πει ο Αρτέμης Μάτσας ένας από τους πιο αγαπημένους «κακούς» του Ελληνικού κινηματογράφου. Λίγοι, ωστόσο, γνωρίζουν πως ο συγκεκριμένος ήταν ένας κόντρα ρόλος για τον σπουδαίο αυτό ηθοποιό αφού είχε νιώσει στο πετσί του τον αντίκτυπο του δωσιλογισμού και της προδοσίας.

Ο Αρτέμης Μάτσας, που έφυγε από τη ζωή μία ημέρα σαν σήμερα, στις 7 Σεπτεμβρίου 2003, σε ηλικία 73 ετών, μετά από μακροχρόνια ασθένεια, υπήρξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές του ελληνικού κινηματογράφου. Το παρουσιαστικό του, η ψυχρή του έκφραση και η αυστηρή φωνή τον έκαναν ιδανικό για αυτούς τους ρόλους.

Οι θεατές τον ταύτιζαν με τους χαρακτήρες που ενσάρκωνε και πολλές φορές είχαν την ίδια οργή και απέχθεια για τον Μάτσα με αυτή που ένιωθαν οι ήρωες στις ταινίες που έπαιζε!

Ο πιο αγαπημένος «κακός» του ελληνικού κινηματογράφου

Ο Αρτέμης Μάτσας γεννήθηκε στην Αθήνα, στην Πλάκα το 1930.  Η Σμυρνιά μητέρα του, σολίστ πιάνου, πέθανε σε ηλικία μόλις 30 ετών

Καχεκτικός και φιλάσθενος ο Αρτέμης Μάτσας ήταν συχνά άρρωστος και τα αδέρφια του ανησυχούσαν πως δε θα τη «βγάλει». Κάθε τόσο «κρεβατωνόταν» και εκεί ήταν που έκανε τα πρώτα του σχέδια, τα πρώτα του όνειρα, για μια καριέρα σαν ηθοποιός.

Το «μικρόβιο» το είχε κολλήσει από την αδερφή του η οποία πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σπούδαζε σε δραματική σχολή. Ήταν τέτοια η «δίψα» του που μια ημέρα, έπεισε τον αδερφό του, με τα λεφτά που είχαν βγάλει από την πώληση των τσιγάρων, να αγοράσουν δυο εισιτήρια για να πάνε στο θέατρο.

Μεταπολεμικά, σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, δίπλα σε σπουδαίους δασκάλους όπως ο Βεάκης, ο Ροντήρης και ο Μουσούρης.

Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε δίπλα στον μεγάλο κωμικό Βασίλη Αργυρόπουλο, στην κωμωδία «Φαταούλας» των Φωτιάδη-Βροντάκη.  Στον κινηματογράφο, το ντεμπούτο του θα έρθει το 1949, συμμετέχοντας στην αισθηματική κομεντί του Γιώργου Καρύδη «Ερωτικό Ταξίδι».

Σύντομα ωστόσο, θα τυποποιηθεί στον ρόλο του κακού δωσίλογου στα περισσότερα πολεμικά και κατοχικά δράματα του σινεμά.  

Υποδυόταν τόσο δεξιοτεχνικά τον συνεργάτη των Γερμανών που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε το μίσος που έκρυβε για αυτούς για τα τόσα δείνα που του είχαν προκαλέσει ως παιδί.

«Δεν μπορώ να κόψω ούτε λουλούδι, κι όμως στον κινηματογράφο έχω σκοτώσει περίπου 120 ανθρώπους», εξομολογούνταν χαρακτηριστικά ο Αρτέμης Μάτσας, σχολιάζοντας την αντίθεση της προσωπικής του ζωής με την εικόνα που έδινε στη μεγάλη οθόνη μέσα από τους ρόλους του.

Ήταν τόσο καλός στους ρόλους του που τουλάχιστον δύο φορές ξύλο στον δρόμο από θεατές που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τον ηθοποιό από τον ρόλο!

Όπως θυμόταν εξάλλου η «Καθημερινή» της εποχής: «Ανηλεές κυνηγητό περίμενε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης τον κακό του κινηματογράφου Αρτέμη Μάτσα».

Η... ρετσινιά έμεινε ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου. «Δεν υπάρχει περίπτωση να περάσω από τη Φωκίωνος Νέγρη - εκεί κοντά μένω στην Κυψέλη - και να μη μου φωνάξουν ''προδότη'', ''ρουφιάνε'', ''τσιφούτη''», έλεγε ο ίδιος ο Μάτσας.

Ο δωσίλογος που έζησε στο πετσί του τη βαρβαρότητα των Ναζί

Πόσο κόντρα ήταν οι ρόλοι που έπαιζε ο Μάτσας; Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Αθήνα, η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει. Ο ηθοποιός, ο μεγαλύτερος αδελφός του και η αδελφή του ζούσαν μαζί με τον πατέρα τους, ο οποίος ήταν εβραϊκής καταγωγής.

Ο Πίνχας Μάτσας ένα βράδυ δε γύρισε στο σπίτι. Τον είχαν συλλάβει οι Ναζί, οι οποίοι τον έστειλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, απ’ όπου δε γύρισε ποτέ.

Λέγεται, ότι τον πατέρα Μάτσα τον έδωσαν στους Γερμανούς, οι χαφιέδες της εποχής.

Ο μικρότερος αδελφός του Αρτέμη, Νέστορας, κατέγραψε σε ημερολόγιο τη σκληρή εμπειρία της Κατοχής και τη σύλληψη του πατέρα:

«Δεν το περιμέναμε γιατί ξέραμε πως ο πατέρας αργεί να έρθει τα μεσημέρια. Έρχεται πάντα με τα πόδια από τη δουλειά του που είναι μακριά γιατί δεν του αρέσει να μπαίνει στο γκαζοζέν. Λέει πως καθώς στριμώχνεται με τον άλλο κόσμο μπορεί να κολλήσει ψείρες, γιατί όλος ο κόσμος τότε είχε ψείρες και ο πατέρας τις φοβάται. Και αργεί πολύ και το μεσημέρι και το βράδυ και εμείς δεν ανησυχούμε γιατί ξέρουμε πως αργεί. Εκτός βέβαια που κάποιες φορές αργεί πιο πολύ γιατί πηγαίνει στον Ασύρματο που είναι οι μαυραγορίτες μήπως και βρει καμία λαχανίδα ή κανένα άλλο ζαρζαβατικό. Μας ήρθε ξαφνικό, όταν χτύπησε η πόρτα δυνατά και άνοιξε η αδελφή μας και μπήκε ένας ψηλός κύριος που δεν τον ξέραμε. Μας είπε ‘‘καλημέρα’’, αλλά έδειχνε σα να μην μπορούσε καθόλου να μας πει τι ήθελε».

Τον πατέρα τους δεν το ξαναείδαν ποτέ. Το μόνο που κατάφεραν να μάθουν ήταν το νούμερό του στο κολαστήριο του θανάτου: ήταν το «47712».

Τα τρία αδέρφια έμειναν μόνα στον κόσμο, αντιμέτωπα με την πείνα και τη δυστυχία αλλά ταυτόχρονα και με τον καθημερινό κίνδυνο της σύλληψης που αυτόματα θα σήμαινε μεταφορά σε κάποιο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο Αρτέμης και ο Νέστορας πουλούσαν τσιγάρα σε κακόφημα «σπίτια» για να επιβιώσουν. Πούλησαν ότι υπάρχοντα είχαν. Φιλικά σπίτια τούς παρείχαν στέγη αλλά τα αδέρφια έπρεπε να χωρίζονται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου