Βράβευση Έλλης Μουρέλου Ορφανού στο Ζάππειο από τον Π. Κανελλόπουλο, 1959-63
Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου.
Ξεκινώντας ένα αφιέρωμα για τις γυναίκες του τόπου μας, της μικρής και πικρής αυτής πατρίδας που άφησαν το ιδιαίτερο αποτύπωμά τους, είχα την μεγάλη τύχη να γνωρίσω το γιό της Έλλης Ορφανού, κύριο Μίνω Ορφανό, αρχιτέκτονα στο επάγγελμα και να μπορέσω να συνομιλήσω μαζί του για τη μητέρα του.
Η Έλλη Ορφανού γεννήθηκε στον Πειραιά στις 26 Απριλίου 1922. Γονείς της ήταν ο Ιωάννης Μουρέλος και η Αικατερίνη Παπάζογλου, και οι δυο με καταγωγή από την Ανατολική Ρωμυλία (σημερινή Βουλγαρία). Είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, το Γιώργο Μουρέλο, καθηγητή φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, και δύο μεγαλύτερες αδελφές, τη Βασιλική Μουρέλου, καθηγήτρια Γαλλικής γλώσσας στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Θηλέων, στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς και την Μαρία Μουρέλου-Κορακίτου.
Υπήρξε σύζυγος του Λάμπρου Ορφανού (1916 -1995), μεγάλου χαράκτη, ζωγράφου και διευθυντή του τμήματος χάραξης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών (1940- 1947) με καθηγητές τον Δ. Μπισκίνη, τον Ο. Αργυρό και τον Κωνσταντίνο Παρθένη για τέσσερα χρόνια.
Δίδαξε καλλιτεχνικά στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων στο Ελληνικό, από το 1947 έως το 1952. Την περίοδο 1952-1956 σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών των Παρισίων, κοντά στους J.T. Dupas και J. Souverbie και ειδικεύτηκε στην τέχνη της ψηφιδογραφίας στην Ecole d’Art Italien-Mosaique de Ravenne, με τον διεθνούς φήμης ζωγράφο Gino Severini (1883-1966) και τον Aurelio De Felice. Η Σχολή αυτή μετονομάστηκε αργότερα σe Institut de la Mosaique de Ravenne, Beaux Arts de Paris. Ο Gino Severini, στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Φουτουριστικού κινήματος (Futurismo) στην Ευρώπη, μαζι με τους F.T. Marinetti, U. Boccioni και G. Balla. Στο Παρίσι γνώριζει μαζί με τον σύζυγο της, Λάμπρο Ορφανό,
τον μεγάλο τους φίλο Π. Τέτση, τον Κ. Γραμματόπουλο, τον Γ. Γαίτη, την Γαβριέλλα Σίμωση, τον Ντίκο Βυζάντιο, τον Χ. Βογιατζή και τον Κ. Πανόπουλο. Υπήρξε επίσης φίλη με τον Γ. Μόραλη και την Β. Κατράκη, τον ΑGGELLO. και την Σία Προκοπίου, τον ΕLETHERIO. και την Λιλή Πρεβελάκη, το ζεύγος Γ.Σισιλιάνου, Θ.Κωνσταντινίδη, Β.Σαλλιβέρου,και Β. Ψυχοπαίδη όπως και πλήθος επιφανών πνευματικών ανθρώπων της εποχής της.
Με την επιστροφή της στην Ελλάδα συνέχισε να εργάζεται στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων Αθηνών από το 1955 έως το 1979, ως Διευθύντρια του Τμήματος Εικαστικών με πολύ αξιόλογους συναδέλφους όπως την Μαίρη Χατζηνικολή Σαραφιανού, την Ζωή Αλαφούζου και τον Γιώργο Μόσχο.
Διακρίθηκε για τη μεταδοτικότητα και το ενδιαφέρον με το οποίο προσέγγιζε τις μαθήτριές της. Έχει παρουσιάσει το έργο της σε ομαδικές εκθέσεις (Πανελλήνιες 1957, 1967, 1971, 1975). Έχει τιμηθεί με βραβείο του ΕΟΤ για την διαφημιστική αφίσα της Ελλάδος (1959). Διακρίθηκε ως ζωγράφος ειδικευμένη στην τεχνική των ψηφιδωτών. Η Έλλη Ορφανού έφυγε από την ζωή στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου του 2011.
Λάμπρος Ορφανός, “Πορτραίτο Έλλης Μουρέλου Ορφανού” 1940-55, Κάρβουνο – λαδοπαστέλ σε χαρτί.
· Τι κάνει τόσο ιδιαίτερη τη μητέρα σας;
Η μητέρα μου σε μια εποχή τόσο δύσκολη για την Ελλάδα δεν ακολούθησε την πολιτική του διχασμού που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή αλλά την πολιτική της σύνθεσης. Υπερασπίστηκε σθεναρά αυτά τα πιστεύω της, με μια βαθιά δημοκρατική πίστη.
Μπόρεσε και συνδέθηκε πραγματικά με έναν ανάλογό της άνθρωπο, με κοινά πιστεύω και αξίες, μαζί και χώρια δημιούργησαν ήθος στη δική τους σχέση και οικογένεια, όπως επίσης και στην επαγγελματική τους και καλλιτεχνική τους ζωή. Αγάπησε και αγαπήθηκε ειλικρινά, πρόσφερε απλόχερα και αδέκαστα τις γνώσεις της και τις αξίες της στις νέες γενιές και άφησε ένα μικρό αλλά ειλικρινές αποτύπωμα στον τόπο που έζησε.
. Η Έλλη Μουρέλου Ορφανού με τις βραβευμένες της μαθήτριες στο Ζάππειο 1959-63.
· Ποια αρετή της θαυμάζετε και γιατί;
Η Έλλη Μουρέλου Ορφανού ήταν μια ενιαία ατμόσφαιρα. Αυτή ήταν μια μεγάλη της αρετή, ο ιδιαίτερος δηλαδή συνδυασμός κάποιων σπάνιων στοιχείων, όπως το ήθος και η αξιοπρέπεια, το αίσθημα ευθύνης και η αληθινή πηγαία δημιουργικότητα, η εργατικότητα όπως και η έλλειψη ανταγωνισμού, ήταν στοιχεία που έφεραν την προσωπική της εκπλήρωση και τη δημιουργική της ελευθερία στα επίπεδα της προσωπικής και καλλιτεχνικής ικανοποίησης.
Άνθρωπος στα αριστοτελικά πρότυπα του όρου, ανήκε στον homo universalis και όχι στον μικρόκοσμο των καλλιτεχνικών συμφερόντων. Κράτησε την ελευθερία της και την καλλιτεχνική της υπόσταση ατόφια κάτι που με κάνει να την εκτιμώ βαθιά.
· Πόσο δύσκολο ήταν μια γυναίκα καλλιτέχνηS εκείνη την εποχή αρχικά να σπουδάσει αυτή την τέχνη και ακολούθως να μπορέσει να τη στηρίξει και να δημιουργήσει σε μια κοινωνία που είναι κατά βάση πατριαρχική;
Με οικογενειακή καταγωγή από την ανατολική Ρωμυλία η Έλλη Μουρέλου Ορφανού βρέθηκε να γεννιέται στον Πειραιά, να ζει τα παιδικά της χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, τα εφηβικά της στο Λονδίνο, για να εργαστεί και να σπουδάσει στο Παρίσι, και με την κήρυξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου να γυρνάει εσπευσμένα με όλη της την οικογένεια στην Αθήνα, για να βιώσει το σκληρό πόλεμο και τη γερμανική κατοχή. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και με την αμέριστη στήριξη της οικογένειάς της, σπουδάζει ζωγραφική στη σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών.
Από μία οικογένεια βαθιά καλλιεργημένη, πρόγονοί της μεγάλοι διδάσκαλοι των ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδοβλαχίας, αδέλφια της καθηγητές και πανεπιστημιακοί, Γνώρισε την απόλυτη οικονομική καταστροφή από δυο παραδοσιακές εφοπλιστικές οικογένειες, Βαλκανικούς και παγκόσμιους πολέμους, απώλεια του πατέρα της σε πολύ μικρή παιδική ηλικία.
Η βαθιά καλλιέργεια της έδωσαν τον οικογενειακό χώρο για να σπουδάσει ζωγραφική μέσα στη κατοχή και τον εμφύλιο. Η έλλειψη πόρων, τη δύναμη να κάνει το όνειρό της πράξη, η αγάπη και η υποστήριξη των δικών της να μπορέσει να τελειώσει τις σπουδές της. Η συμπόρευσή της με το ζωγράφο και χαράκτη Λάμπρο Ορφανό, μετέπειτα σύζυγό της, της επέτρεψαν να ξεκινήσει την ενήλική της ζωή ως γυναίκα, με πλήρη ισορροπία και ομόνοια και η εργατικότητά της να γίνει εργαζόμενη γυναίκα και καλλιτέχνης από το 1947 στο Αμερικανικό κολλέγιο της Αθήνας.
Η σύνθεση και όχι ο διχασμός ήταν αυτή που μπόρεσε να την κάνει ν’ ακολουθήσει το σύζυγό της στο Παρίσι για να μετεκπαιδευτεί στη ζωγραφική και να προσεγγίσει μια τέχνη που αγάπησε και υπηρέτησε πιστά, εκείνη της ψηφιδογραφίας.
Επέλεξε και ευτύχησε να εργάζεται σε ένα ελεύθερο περιβάλλον που ήταν το Αμερικανικό κολλέγιο θηλέων στο Ελληνικό και μετέπειτα Pierce College επιτρέποντάς της όταν αποφάσισε να φύγει για δεύτερη φορά για το Παρίσι να έχει ήδη ένα πολύ σοβαρό εικαστικό έργο στην κατοχή της ώστε να μπορέσει να εκφραστεί ελεύθερα και απόλυτα δημιουργικά φτάνοντας την τελική και βαθιά κατακτημένη ώριμη περίοδό της.
Απείχε από την κοσμικότητα και τις εμπορικές δεσμεύσεις του επαγγέλματός της, μιας και προτιμούσε να εργάζεται μετά την καθημερινή της εκπαιδευτική της ιδιότητα στο εργαστήριό της για να κατακτήσει σε βάθος την τέχνη της.
· Εκτός από καλλιτέχνης ήταν και εκπαιδευτικός, έχετε να μας περιγράψετε κάποιες αναμνήσεις δικές σας ή των μαθητριών της;
Υπάρχει μία δική μου εμπειρία από τη μητέρα μου στο πώς δίδασκε γενικότερα αλλά και ειδικότερα την τέχνη. Βρισκόμαστε σ’ ένα μεγάλο μουσείο μοντέρνας τέχνης στο εξωτερικό. Όντας έφηβος πλέον εγώ, η μητέρα μου κάθεται γύρω στα είκοσι λεπτά μπροστά σε έναν πίνακα του Βασίλι Καντίσνσκι κοιτάζοντάς τον επίμονα και με μια συγκρατημένη αίσθηση θαυμασμού, ψιθυρίζοντας, «είναι μεγάλος».
Τότε την πλησιάζω και την ρωτώ τι βλέπει τόση ώρα σ΄ αυτόν τον πίνακα και τον επικροτεί έτσι. Εκείνη γυρίζει λοιπόν και μου λέει: «Δεν έχω να σου πω τίποτα. Απλώς κοίτα».
Λίγα χρόνια αργότερα, φοιτητής στο Παρίσι, γνώρισα και λάτρεψα την αφηρημένη τέχνη από την οποία εμπνέομαι και σήμερα ακόμη για την αρχιτεκτονική μου. Η μητέρα μου μού επέτρεψε χωρίς παρεμβολές να γνωρίσω έναν ολόκληρο κόσμο, το δικό της κόσμο και να υπάρξω τόσο άνετα μέσα σ’ αυτόν,
αναλύοντας και αποκρυπτογραφώντας μόνος μου και με τον τρόπο μου τους μεγάλους κώδικες της τέχνης αυτής μεταφέροντάς τους στη δική μου αρχιτεκτονική τάξη απόλυτα δημιουργικά και προσωπικά. Νομίζω πως κάπως έτσι μετέφερε τις γνώσεις της και τις αισθήσεις της στην εκπαίδευση που υπηρέτησε ανελλιπώς για 32 χρόνια, απλώς ανοίγοντας πολύ μαλακά τους όποιους ορίζοντες των νέων ανθρώπων.
Έλλη Μουρέλου Ορφανού, “Σύνθεση” 1970-80, Κόλλα σε μουσαμά.
· Πόσο καθοριστικό είναι για ένα παιδί να έχει μια τέτοια μητέρα;
Το πόσο καθοριστικό είναι για ένα παιδί να έχει μια τέτοια μητέρα εξαρτάται από τα ίδια τα άτομα που εμπλέκονται σ΄ αυτό. Η αλήθεια είναι πως μια τέτοια γνώση και μια τέτοια υψηλή αισθητική θα μπορούσε να γίνει κυριαρχική και κυρίαρχη σε μια προσωπικότητα που διαμορφώνεται. Να υπάρχει δηλαδή πάντα ενδόμυχα μια σύγκριση και μια συνεχής προσπάθεια επιβεβαίωσης μέσα από αυτόν τον ανάλογο κόσμο.
Όμως η μητέρα μου μού επέτρεψε να βρω και ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό που ήθελα. Ως αποτέλεσμα ήταν να πορευτώ ανεξάρτητα κι αυτόνομα με τις δικές μου δυνάμεις στον τομέα της αρχιτεκτονικής χωρίς να επιδιώκω την όποια σύγκριση και ταύτιση με την καλλιτεχνική παραγωγή της οικογένειάς μου. Μπόρεσα να συγκρίνω τον εαυτό μου με μένα τον ίδιο, εξελίσσοντας την τέχνη μου αποκλειστικά με τις δικές μου δυνάμεις και μόνο μ’ αυτές.
Η μητέρα μου από θέση και πράξη πίστευε στην αξιοκρατία κάτι που όχι μόνο η ίδια είχε εφαρμόσει στη ζωή της αλλά μου μετέφερε και σε μένα τα ίδια πιστεύω. Έτσι η προσωπική μου και επαγγελματική μου πορεία, βασίστηκε πάνω σ’ αυτή την αρχή προχωρώντας πάντα αυτόνομα και πάντα αυτόφωτα.
Μία μαθήτριά της, η Μαρία Ιωαννίδου, θυμάται για τη δασκάλα της: «Δεν υπάρχουν ωραία και άσκημα χρώματα, σημασία έχει η θέση τους. Αυτή η φράση από τα χείλη της Ε. Ορφανού έχει εντυπωθεί μαζί με άλλες δυο τρεις ακόμα φράσεις. Που δεν συνέβη ποτέ με κάποιον άλλον από το διδακτικό προσωπικό.
Η εικόνα που διατηρώ από αυτή την συμπόρευση, παρά διδασκαλία είναι την αυθεντική ευγένεια και παρουσία. Είναι όρθια, στέκεται πίσω από την πλάτη μου στο μεγάλο ορθογώνιο τραπέζι της αίθουσας τεχνικών με θέα στο πράσινο του Υμηττού. Κοιτάζει με προσοχή, στοργή, με διακριτική αλλά όχι αμήχανη σιωπή το μισοτελειωμένο έργο. Στο σπίτι οι παιδικές μου ζωγραφιές δεν αξιολογούνται ή δεν δίνει κανείς σημασία οπότε απολαμβάνω τη στιγμή, είναι και πρωτόγνωρη αλλά και πολλά ποθούμενη...
Μια ευτυχισμένη στιγμή με την παλέτα, τις ακουαρέλες και το μεγάλο μπλοκ, ελεύθερη να σχεδιάσω, να χρωματίσω, μια ώρα -όχι διδασκαλίας – είναι μια ώρα έκφρασης που χέρια, ψυχή, και εσωτερικές εικόνες γίνονται ένα. Κάποιοι το λένε ολοκλήρωση, εγώ δεν είχα δώσει ακόμα όνομα στο δεδομένο μες το σχολικό μας πρόγραμμα, αλλά το γεγονός ότι αυτά τα ίδια σχέδια τά ΄χω κρατήσει άθικτα μετά από μισόν αιώνα, δεν μας λέει κάτι;
Όρθια την βλέπω πίσω από το κεφάλι μου, ο τόνος της φωνής της χαμηλός, ίσως και το χέρι της -ή έτσι θέλω να θυμάμαι – στον ώμο μου, να ρίχνει τη ματιά σε ό,τι έχω φτιάξει. Αισθάνομαι ατομικότητα, σιωπώ, ακούω, ρουφάω και προσπαθώ να εμπεδώσω. Συνηθισμένη στους καλούς βαθμούς και στις επιδόσεις αλλά σ ́αυτήν την αίθουσα των τεχνικών όλα αυτά δεν είναι, δεν μετράνε, όλα αρχίζουν κάθε φορά απ ́ την αρχή…»
P.S. Ευχαριστώ θερμά τον κύριο Μίνω Ορφανό για το υλικό που μου παραχώρησε για τη μητέρα του, μέρος του οποίου βλέπει το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά, όπως και την κυρία Μαρία Ιωαννίδου, μαθήτρια της Έλλης Ορφανού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου