Tο μύνημα της ημέρας

Ρώτησα τον γείτονα γιατί ο κόκορας σας δεν λαλεί το πρωί;;; Μου απάντησε : Διαμαρτυρήθηκαν οι γείτονες και τον έσφαξα ! Τότε συνειδητοποίησα όποιος προσπαθεί να ξυπνήσει τον κόσμο το πληρώνει με τη ζωή του.

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια

 


 Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Καμιά φορά κάθουμε και συλλογιέμαι πόσους ανθρώπους θυμάμαι εκεί στην διάβα της ζωής μου στα παιδικά μου χρόνια εκεί στην ξερολιθιά της Πίνδου.

 Στα παιδικά μου χρόνια ο μπαρμπα Λιώνας, ένας ακαμάτης με δίπλωμα δεν είχε σκύψει ποτέ ούτε πετραδάκι να πετάξει σε κανένα σκυλί. Μια φορά αν δεν ήταν ο Αλέξης θα τον είχαν ρημάξει κάτι παλιόσκυλα .Αλλά και όταν πήγαινε στην πόλη εκεί απέναντι από το το κάστρο στο καφενείο του μπάρπα μου του Ζαρμπάλα τον άκουγε και όλο το Κουρμανιό απο τα γέλια. Έτσι το κέρασμα πάηνε φέρτε, δεν είχε τελειώσει το σχολείο αλλά η γλώσσα του πήγαινε ροδάνι. 

Θα αναφερθώ σε ένα ζευγάρι οι ποιό φουκαράδες του χωριού, ο μαύρο Μήτρος πισέκγι έκανε όλλα τα θελήματα του χωριού, χαρά του ήταν να πηγαίνει κανένα καλό μαντάτο σε κανένα τσέλιγκα, να τρώει λίγο βραστόγαλα ο έρμος ένα άκακο ανθρωπάκι από την άλλη εκείνο σιαπαταλό αυτά μολογάει ο μπαρμπα Λιώνας.

Η Ρηνούλα ήταν που ήταν να την πάρει ο διάολος, την γκάστρωσε και εκείνος ο ανάλητος ο Κώτσος και πετάξανε το μπαστί στο λάκκα της Κοτινής. Έδωσε ο θεός και παντρευτήκανε, στο σεργιάνι βγήκε ο κόσμος στην πλατεία για να χαζέψει τα προικιά αλλά ποιά προικιά, μια τσέργα και μια κουρελού σε ένα παλιογάιδαρο φορτωμένο. 

Φωνάζει και αυτό το γιουρτόπιασμα εκείνος ο Κώτσιος: μην στεναχωριέσαι γαμπρέ δεν πειράζει έχει η νύφη θέρμη θα σε ζεστέν το χειμώνα. Στέκετε και κείνος ο Γιώργης ο Καταραχιάς και του ρίχνει δύο σφαλιάρες και του ρθε ο ουρανός σφοντύλ. Και παν σε αυτά χτίζει και ένα στιχάκι ο Λιώνας

Πέντε μπλάρια ένα και ένα με προικιά είναι φορτωμένα

απ το Ντρίσκο κατεβαίνουν και στο Κράψι μέσα μπαίνουν

παππάς απ το Κράψι νουνός απ τ μακρή 

τα φουστάνια  πάν να γράψ

πιάνουν γράφουν τα φουστάνια

 σκουμπουρδούλια από τα πλατάνια

Ο Μπαρμπα -Λιώνας δεν άφηνε κανέναν σε χλωρό κλαρί.

Και λέει μια μέρα εκεί στο κρασόπουλο, τον τζηνάγανε οι άλλοι κανένα καινούργιο

 -Λιώνα δε θα μας πείς.

 -Ε κεράστε και κάτι να ανοίξ του λαρύγγι και θα σας που

Η άγια Λευτεριά άρχισε την λειτουργιά

η Αγια Ελένη άρχισε να μεταλαβαίνει

πάει και ου Γιώργου Τσαρπαλιάς τι χάλεβε αυτός ου παλιοκερατάς

Που λέτε κατ τσούπρες είχαν να κάν μια μάζουξη εκεί στν αγιά τριάδα με στσ αγαπητικουσ

πάνε πρώτα τα κορίτσια και περιμένανε, κοιτάνε τι να δούνε, ου Γιώργου Τσαρπαλιάς έπιασε βροχή και ερχόταν προς την εκκλησιά. Τι να κάνουν και οι τσούπρες μπαίνουν στην εκκλησιά βρίσκουν κάτι ρούχα απο καλόγριες ντύνωντε για να μην τους πάρει χαμπάρι ου Τσαρπαλιάς και κάναν πως λειτουργούσαν για αυτό λέω ΄΄οτι κάναν λειτουργεία.

 Ένα ακόμα θα σας πω που το είδα με τα μάτια μου είχα κάτι μαναράκια και τα βόσκαγα εκεί στην παλιοστέπενη. Η Γίτσα του Τζουβάρα πήγαινε προς τα χαλάσματα. Δεν με καλημέρησε. Μπά παράξενο λέω για μια στιγμή ακοώω το μπάρπα Λιώνα [φαίνετε διαβάινε απο τον κουμπάρο ] και φωνάζει

Ω Γίτσα τι πάς να κάντς μωρή αυτού Μάης καιρός

τα πλιά να λαλλάν και σύ να σκοτώνεσε;

Η Γίτσα η έρμη αγάπαγε τον Σιούλα αλλά αυτός είχε δώσει αλλού την καρδιά του και παραλίγο αν δεν ήταν ο μπάρπα Λιώνας θα χάναμε την Γίτσα

Τι να πρωτοθυμηθώ τον Γούλα "τον πέρα βρέχει" έτσι είχε το παραγκώμι του στο χωριό

Είχε μια γυναίκα που συνέχεια ζήταγε σαν το γάτο τον Γενάρη. Μια μέρα του έφυγε, αυτός ο έρμος την χάλεβε, ανέβηκε πάνω στο τηλεγραφόξυλο έπιανε τα σύρματα και φώναζε

Έλα ΄Γιάννενα, Γότιστα Πρόσβαλα είναι γυναίκα δική μου εκεί

Πως να ξεχαστούν αυτά στα παιδικά τα χρόνια   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου