Tο μύνημα της ημέρας

Καμιά φορά το σύμπαν μας στέλνει ξανά στη ζωή μας κάποιους ανθρώπους, για να δει αν είμαστε ακόμα ηλίθιοι

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

Εσύ είσαι η πατρίδα η δικιά μου..






Γράφει η Ματίνα Νικάκη – MaGio

Όπως κάθε νύχτα. Ερχόταν εκείνη η ώρα που λάτρευε. Που την περίμενε όλη μέρα, λες και για εκείνη ζούσε.
“Δεν θέλω να παραπονεθεί καμία άλλη στιγμή. Θα το δεχτείτε όλες, πως εκείνη νικούσε.”


Νικούσε την ίδια της την ψυχή, την έκανε ευάλωτη και προσβάσιμη εντελώς. Έτσι αποφάσισε να νιώθει, όταν η εμπιστοσύνη φύτρωσε στην καρδιά της. Ήταν τότε που έβγαινε η πιο ανθρώπινη πλευρά της.

Τότε που ξάπλωνε δίπλα του, για να κοιμηθούν. Ύστερα από ολόκληρη τη μέρα τους, το άγχος, το τρέξιμο, την ένταση, αφού μαζευόταν επιτέλους στο σπίτι τους, αφού έκαναν έρωτα. Αφού τα είχαν κάνει όλα.

Μετά από το μοίρασμα, ερχόταν η αφομοίωση.

Η ώρα που φώλιαζε το πρόσωπό της στον λαιμό του. Με τόση ευλάβεια σαν να πατούσε το πόδι της σε ιερό. Εκεί, κοινωνώντας από τα χείλη του την καληνύχτα, εξαγνισμένη, έγερνε να φωλιάσει.

Εκεί ακουμπούσε κάθε βράδυ την ψυχή της. Την ξαπόσταινε. Εκεί καθόταν ήσυχα και έβγαζε τις φασκιές απ’ τις πληγές της. Έπαιρνε βάλσαμο από την αγκαλιά του και το έριχνε πάνω τους. Τις φρόντιζε και τις ξαναέκλεινε.

Μέχρι ν’ αποκοιμηθεί, συνήθιζε να τη χαϊδεύει με τα δάχτυλά του, κι αυτή ονειρευόταν σαν μικρό κορίτσι τεράστιους παιχνιδοκόσμους.

Ένιωθε εκείνο το θαύμα της θεραπευμένης εξέλιξης δίπλα σ’ έναν άλλο άνθρωπο. Τον άνθρωπό της, το δικό της, τον συνοδοιπόρο της. Τι δέος!

Εκείνος, δεν καταλάβαινε πάντα πότε γινόταν ο θεός της, αυτός δηλαδή που την καταδίκαζε σε αιώνια λατρεία γι’ αυτόν. Συνήθως την έβαζε για ύπνο και σηκωνόταν ήσυχα, μη τη ξυπνήσει, για να κάνει ένα τσιγάρο.

Καθόταν απέναντί της και την κοιτούσε, κι ένιωθε πιο γεμάτος από ποτέ. Εγώ πιστεύω ότι είχε κι αυτός τις δικές του στιγμές που βουτούσε μέσα στη δική του ψυχή να πολεμήσει τα θεριά που τον έτρωγαν.

Στην εικόνα της, τα νικούσε. Τότε αυτή γινόταν θεός δικός του. Ορκισμένος στην αγάπη της.

Ξέρεις τελικά τι γινόταν;

Μαζί ξυπνούσαν, πάντα αγκαλιά. Την έψαχνε στο σκοτάδι με το χέρι της κι αυτός με το δικό του. Όταν στον ύπνο τους ξεμάκραιναν, την τραβούσε και την τοποθετούσε εκεί, στον λαιμό του, να νιώθει την ανάσα της στο δέρμα του.

“Δε φεύγω, μάτια μου. Εσύ είσαι η πατρίδα η δικιά μου! Όχι άλλες ξενιτιές!”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου