Θυμάσαι άραγε; Άσε, να σου θυμίσω. Ήταν μια νύχτα του Οκτώβρη. Είχε πολύ κρύο αλλά εγώ δεν κρύωνα ούτε ελάχιστα δίπλα σου. Μόνο που ήσουν πλάι μου και περπατούσαμε, ένιωθα τόση ζεστασιά. Ήμουν αναψοκοκκινισμένη, όπως τα παιδάκια που σηκώνονται να πουν ποίημα σε σχολική γιορτή. Ένιωθα σαν να σε συναντούσα πρώτη φορά κι ας σε ξέρω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δε σε κρατούσα, δε με κρατούσες, ήμασταν όμως τόσο κοντά. Οι καρδιές μας είχαν αγκαλιαστεί πολύ πριν το κάνουμε εμείς. Κι ας αφήναμε στην αρχή κάποια περιττά εκατοστά να μας χωρίζουν.
Δεν έκανες κίνηση να με αγγίξεις. Ήταν σαν να νόμιζες πως δεν έχεις πια το δικαίωμα να το κάνεις. Ήταν σαν να πίστευες πως θα με πληγώσεις. Όμως εμένα μου ήταν τόσο εύκολο να σου πιάσω το χέρι -λες και ήμασταν ακόμα μαζί. Σαν να μη χωρίσαμε ποτέ, ακόμα κι αν πέρασαν χρόνια από τότε που κοιμόμασταν αγκαλιά. Τελικά, όταν βρίσκεις το άλλο σου μισό, ό,τι κι αν μεσολαβήσει μεταξύ σας, οι παλάμες σας θα θυμούνται η μία την άλλη σαν να μη χωρίστηκαν στιγμή.
Δεν έκανες κίνηση να με αγγίξεις. Ήταν σαν να νόμιζες πως δεν έχεις πια το δικαίωμα να το κάνεις. Ήταν σαν να πίστευες πως θα με πληγώσεις. Όμως εμένα μου ήταν τόσο εύκολο να σου πιάσω το χέρι -λες και ήμασταν ακόμα μαζί. Σαν να μη χωρίσαμε ποτέ, ακόμα κι αν πέρασαν χρόνια από τότε που κοιμόμασταν αγκαλιά. Τελικά, όταν βρίσκεις το άλλο σου μισό, ό,τι κι αν μεσολαβήσει μεταξύ σας, οι παλάμες σας θα θυμούνται η μία την άλλη σαν να μη χωρίστηκαν στιγμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου