ΣΑΚΑΤΗΣ ΚΟΣΜΟΣ
Τα καράβια ξεφορτώνουν αισιοδοξία, καθώς κρυώνει ο καφές στα φλιτζάνια της συντροφικότητας.
Οι ώρες που χάθηκαν άδικα παραφυλάνε στις γωνιές.
Χαϊδεύουν την άκρια του σεντονιού, απλώνοντας τα χέρια με τα σημάδια των καρφιών .
Κομματιάζουν με τη γροθιά τους την ανυπαρξία, κι έρχονται μπρος μας, ζητώντας δικαίωση.
Λουσμένοι στον ιδρώτα, ξυπνάμε το πρωί .
Μια κρύα απελπισία χαϊδεύει τις καρδιές, όπως το πετραχήλι του παπά χαϊδεύει τους σβέρκους των μελλοθανάτων.
Άλλη μια μέρα φορτώνεται στις πλάτες μας.
Τα μερόνυχτα της αγρύπνιας-χάντρες στο κομπολόι της φτώχειας-στροβιλίζονται φυλακισμένα στην αλυσίδα τους.
Αποκαμωμένοι ναύτες, ψάχνουν ν’ αλλάξουν την ψυχή τους, με μια μπουκάλα ελπίδας τριών αστέρων, ή δύο μέτρα χώμα, στο δημοτικό νεκροταφείο.
Άνθρωποι ανύποπτοι, σέρνουν μηχανικά τα βήματα τους, στην ίδια πάντα συχνότητα.
Ολάκερη η ανθρωπότητα μια τεράστια αλογόμυγα, έτοιμη να βουτήξει στ’ αποπατήματα.
Κανείς δεν προσέχει την Αλήθεια, που βγήκε στους δρόμους, σαν την πουτάνα, να μαζέψει πελάτες.
Ένας σακάτης κόσμος, που ακουμπάει στα δεκανίκια της εξουσίας, μην σωριαστεί στο χώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου