Δε θέλω πια να διαβάζω ειδήσεις.
Δε θέλω να μαθαίνω. Δε θέλω να απαριθμώ.
Μαυρίζει η ψυχή με όσα συμβαίνουν. Θολώνουν τα μάτια, διαλύεται το είναι.
Άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους.
Άνθρωποι εγκλωβίζουν ανθρώπους. Καταδικάζουν, αδικούν, πνίγουν… Μαύρισε ο κόσμος, μάνα… Μαύρισε από το κακό κι εσύ ακόμη μου διαβάζεις παραμύθια για εκείνους που έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Κι εγώ τα πιστεύω.
Ένα ακόμη τρομοκρατικό χτύπημα, μάνα.
Άνθρωποι νεκροί και τραυματίες. Στρατιώτες στο δρόμο, σύνορα κλειστά. Φοβισμένοι άνθρωποι, μάνα.
Κι άνθρωποι με μίσος.
Που το κρύβει κανείς τόσο μίσος;
Πως γίνεται να το αφήνει να τον δηλητηριάζει; Πρώτα σκ0τώνει αυτόν κι ύστερα όλους τους άλλους, δεν το βλέπει;
Κλαίω.
Κι αν με ρωτήσεις τι θέλω, θα σου πω κάτι πολύ απλό. Παιδιάστικο ίσως. Μα αληθινό.
Θα ήθελα να ξαναπάω σχολείο. Να μην έχω να σκέφτομαι. Να μην έχω να νοιαστώ γι’αυτό τον κόσμο. Να μη νιώθω υπεύθυνη για όσα γίνονται, αδρανής κι αδύναμη να κάνω κάτι.
Θα ήθελα να ξαναγίνω παιδί. Για να νοιάζονται όλοι για μένα κι εγώ για κανέναν. Μεγάλο το φορτίο να είσαι μεγάλος, μάνα.
Μεγάλη ευθύνη να ζεις σε έναν κόσμο όπως κατάντησε ο δικός μας.
Ένα απέραντο νεκροταφείο. Ιδεών, αξιών, ονείρων.
Βρωμάει θανατίλα η ατμόσφαιρα κι εγώ δεν ξέρω πως να την ξορκίσω.
Και φοβάμαι.
Φοβάμαι πως όλα τούτα είναι μόνο η αρχή.
Κάποιος μίλησε για φανατισμό. Κάποιος για θρησκευτικό πόλεμο. Άλλος πάλι για παγκόσμιες συνωμοσίες.
Μεγάλες ιδέες για το μυαλό μου.
Δύσκολη την κάναμε τη ζωή μας ενώ θα έπρεπε να είναι απλή.
Ειρήνη και δικαιοσύνη. Μόνο που τις χάσαμε.
Κλεισμένες σε ένα βράχο τις είχε ο Αριστοφάνης στην “Ειρήνη” του. Θαμμένες τις έχουμε και τώρα.
Και δε βρίσκεται μήτε ένα σκαθαρόστατο, μήτε ένας ριψοκίνδυνος Τρυγαίος να τις απελευθερώσει. Μήτε και κανένας από μηχανής Θεός.
Μόνο επίδοξοι σωτήρες. Εθνάρχες που μας θάβουν πιο βαθιά στα σκοτάδια.
Πάντα για το καλό τους, ποτέ το δικό μας. Κι ας λένε το αντίθετο. Σε τι κόσμο με έφερες μάνα;
Άδικο και κακό. Ανθρωποφάγο.
Πως θα ζήσουμε;
Πεθαίνουν άνθρωποι, μάνα.
Κι άλλοι ζουν, μα δεν το λες ζωή αυτό που έχουν. Δώσε μου ελπίδα. Όχι με παραμύθια, αλλά με κάτι χειροπιαστό.
Δώσε μου ένα καθαρό σημείο να σταθώ σε τούτο το σάπιο κόσμο, κι εγώ θα παλέψω.
Θα παλέψω για εκείνο το παιδί που ήμουν και δεν είμαι πια.
Θα παλέψω για τα παιδιά που δεν έχω κάνει αλλά θέλω.
Θα παλέψω για τα παιδιά των άλλων που λένε πως είναι το μέλλον μας.
Θα παλέψω για αυτό τον κόσμο που φτιάχτηκε παράδεισος κι έγινε κόλαση.
Και θα τραβήξω κι άλλους μαζί μου.
Γιατί έτσι πρέπει… Κι ας μας λέει ο κόσμος τρελούς.
Μας έλεγε κι άλλοτε έτσι… Και διαψεύστηκε…
Δε θέλω να μαθαίνω. Δε θέλω να απαριθμώ.
Μαυρίζει η ψυχή με όσα συμβαίνουν. Θολώνουν τα μάτια, διαλύεται το είναι.
Άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους.
Άνθρωποι εγκλωβίζουν ανθρώπους. Καταδικάζουν, αδικούν, πνίγουν… Μαύρισε ο κόσμος, μάνα… Μαύρισε από το κακό κι εσύ ακόμη μου διαβάζεις παραμύθια για εκείνους που έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Κι εγώ τα πιστεύω.
Ένα ακόμη τρομοκρατικό χτύπημα, μάνα.
Άνθρωποι νεκροί και τραυματίες. Στρατιώτες στο δρόμο, σύνορα κλειστά. Φοβισμένοι άνθρωποι, μάνα.
Κι άνθρωποι με μίσος.
Που το κρύβει κανείς τόσο μίσος;
Πως γίνεται να το αφήνει να τον δηλητηριάζει; Πρώτα σκ0τώνει αυτόν κι ύστερα όλους τους άλλους, δεν το βλέπει;
Κλαίω.
Κι αν με ρωτήσεις τι θέλω, θα σου πω κάτι πολύ απλό. Παιδιάστικο ίσως. Μα αληθινό.
Θα ήθελα να ξαναπάω σχολείο. Να μην έχω να σκέφτομαι. Να μην έχω να νοιαστώ γι’αυτό τον κόσμο. Να μη νιώθω υπεύθυνη για όσα γίνονται, αδρανής κι αδύναμη να κάνω κάτι.
Θα ήθελα να ξαναγίνω παιδί. Για να νοιάζονται όλοι για μένα κι εγώ για κανέναν. Μεγάλο το φορτίο να είσαι μεγάλος, μάνα.
Μεγάλη ευθύνη να ζεις σε έναν κόσμο όπως κατάντησε ο δικός μας.
Ένα απέραντο νεκροταφείο. Ιδεών, αξιών, ονείρων.
Βρωμάει θανατίλα η ατμόσφαιρα κι εγώ δεν ξέρω πως να την ξορκίσω.
Και φοβάμαι.
Φοβάμαι πως όλα τούτα είναι μόνο η αρχή.
Κάποιος μίλησε για φανατισμό. Κάποιος για θρησκευτικό πόλεμο. Άλλος πάλι για παγκόσμιες συνωμοσίες.
Μεγάλες ιδέες για το μυαλό μου.
Δύσκολη την κάναμε τη ζωή μας ενώ θα έπρεπε να είναι απλή.
Ειρήνη και δικαιοσύνη. Μόνο που τις χάσαμε.
Κλεισμένες σε ένα βράχο τις είχε ο Αριστοφάνης στην “Ειρήνη” του. Θαμμένες τις έχουμε και τώρα.
Και δε βρίσκεται μήτε ένα σκαθαρόστατο, μήτε ένας ριψοκίνδυνος Τρυγαίος να τις απελευθερώσει. Μήτε και κανένας από μηχανής Θεός.
Μόνο επίδοξοι σωτήρες. Εθνάρχες που μας θάβουν πιο βαθιά στα σκοτάδια.
Πάντα για το καλό τους, ποτέ το δικό μας. Κι ας λένε το αντίθετο. Σε τι κόσμο με έφερες μάνα;
Άδικο και κακό. Ανθρωποφάγο.
Πως θα ζήσουμε;
Πεθαίνουν άνθρωποι, μάνα.
Κι άλλοι ζουν, μα δεν το λες ζωή αυτό που έχουν. Δώσε μου ελπίδα. Όχι με παραμύθια, αλλά με κάτι χειροπιαστό.
Δώσε μου ένα καθαρό σημείο να σταθώ σε τούτο το σάπιο κόσμο, κι εγώ θα παλέψω.
Θα παλέψω για εκείνο το παιδί που ήμουν και δεν είμαι πια.
Θα παλέψω για τα παιδιά που δεν έχω κάνει αλλά θέλω.
Θα παλέψω για τα παιδιά των άλλων που λένε πως είναι το μέλλον μας.
Θα παλέψω για αυτό τον κόσμο που φτιάχτηκε παράδεισος κι έγινε κόλαση.
Και θα τραβήξω κι άλλους μαζί μου.
Γιατί έτσι πρέπει… Κι ας μας λέει ο κόσμος τρελούς.
Μας έλεγε κι άλλοτε έτσι… Και διαψεύστηκε…
Της Στεύης Τσούτση
diaforetiko
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου