Tο μύνημα της ημέρας

Έχεις; Δώσε! Νιώθεις; Μοιράσου! Μπορείς; Βοήθησε! Διαφωνείς; Φώναξε!

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Αξιοπρέπεια


greece-654235_1280

Η Ελλάδα, εν μέσω θέρους, βιώνει μια δύσκολη κατάσταση, μια κατάσταση που εμείς, οι νεότερες γενιές δεν έχουμε ξαναζήσει. Χρόνια και χρόνια λανθασμένων πολιτικών αποφάσεων οδήγησαν την οικονομία σε ασφυξία. Χρόνια και χρόνια δικών μας λανθασμένων επιλογών την ώρα της κάλπης, χρόνια και χρόνια δικής μας ανοχής στα κακώς κείμενα της πολιτικής και των πολιτικών (σ.σ. προσώπων), χρόνια και χρόνια ωχαδερφισμού, χρόνια και χρόνια αδιαφορίας έφτασαν στο σήμερα και στις ουρές έξω από τα ΑΤΜ.
Περπατώντας στους δρόμους της πόλης είδα ανθρώπους σκυθρωπούς αλλά και χαμογελαστούς, όπως έβλεπα κάθε μέρα μέχρι σήμερα. Είδα ανθρώπους να κάθονται στο παγκάκι παρέα με τη μοναξιά τους κι άλλους με τους φίλους τους να συζητάνε, όπως έβλεπα κάθε μέρα. Είδα τις μανάδες να έχουν τα μωρά τους στην αγκαλιά, όπως κάθε μέρα και τους πατεράδες να κρατούν από το χέρι τα παιδιά και να ταΐζουν με σπόρια τα περιστέρια της πλατείας, όπως τους έβλεπα κάθε μέρα. Είδα άλλους να μαλώνουν για μια θέση παρκαρίσματος, όπως έβλεπα κάθε μέρα και τον λαχειοπώλη να τάζει κέρδη αμύθητα, όπως τον έβλεπα κάθε μέρα. Κι όμως κάτι έχει αλλάξει στους δρόμους της πόλης. Έχει αλλάξει η ματιά των ανθρώπων, ο τρόπος που αντικρίζουν το μέλλον που μοιάζει πια πολύ πιο κοντινό και δύσκολο απ’ ό,τι χθες.

Διάβασα στο βλέμμα ενός γέροντα τις κακουχίες που είχε περάσει στη ζωή του κι είδα τα σημάδια του χρόνου χαραγμένα στις βαθιές ρυτίδες τού προσώπου του. Κοιτούσε ακίνητος, καθισμένος στο παγκάκι, σχεδόν στωικά, την αγωνιά που συνόδευε τα γρήγορα βήματα των περαστικών και τον πλησίασα.
– Καλημέρα γέροντα, του είπα.
– Καλημέρα γιέ μου, αποκρίθηκε.
– Πώς είσαι;
– Ζωντανός είμαι ακόμα αφού ανασαίνω, απάντησε.
– Να κάτσω δίπλα σου; τον ρώτησα.
– Κάτσε λεβέντη μου να χαζεύουμε μαζί το χρόνο που περνά μπροστά από τα μάτια μας και χάνεται χωρίς να το καταλαβαίνουμε, είπε.
– Χάνεται ο χρόνος; ρώτησα κι έκατσα δίπλα του.
– Χάνεται όταν δεν κατανοείς την αξία του. Να, κοίτα όλους ετούτους εδώ πως τρέχουν. Τώρα που τους έκλεισαν και τις τράπεζες τρέχουν ακόμα περισσότερο, λες και η ζωή περνάει μέσα από τα μηχανήματα που δίνουν λεφτά. Αλλά δεν είναι έτσι λεβέντη μου, δεν είναι καθόλου έτσι. Η ζωή είναι άλλο πράμα, είναι μεγαλύτερο, απλώς δεν το βλέπεις όταν είναι μπροστά σου, το βλέπεις όταν πια κινδυνεύεις να το χάσεις.
– Δηλαδή γέροντα;
– Κοίτα τις ουρές και πες μου τι βλέπεις, με ρώτησε και με το τρεμάμενο χέρι μου έδειξε την τράπεζα απέναντι από την πλατεία.
– Ανθρώπους να περιμένουν να πάρουν τα χρήματά τους, του αποκρίθηκα. Εσύ βλέπεις κάτι άλλο;
– Δε βλέπεις σωστά γιατί είσαι νέος, μου είπε. Εκεί δεν είναι άνθρωποι που περιμένουν να πάρουν λεφτά, είναι άνθρωποι που προσπαθούν να νιώσουν πως θα εξασφαλίσουν μερικές μέρες νιώθοντας ασφαλείς επειδή έχουν δυο δεκάρες στην τσέπη. Μερικές μόνο μέρες. Και δεν κοιτάνε λίγο μακρύτερα, είναι άνθρωποι με χαλασμένα μάτια, δεν ξέρω και πως διάολο το λένε…, μυωπία;… που δεν μπορούν να δουν δυο δρασκελιές μακρύτερα από εκεί που στέκονται.
– Φοβούνται, ίσως αναζητούν…
– Τίποτα δεν αναζητούν, είπε χωρίς να με αφήσει να ολοκληρώσω τη σκέψη μου. Αυτοί που αναζητούν έχουν πεθάνει προ πολλού. Ετούτοι μονάχα το τομάρι τους κοιτάνε.
– Μα, να μην έχουν στην τσέπη δυο δραχμές; τον ρώτησα.
– Το κακό λεβέντη μου είναι πως οι τσέπες τους είναι γεμάτες και θέλουν να τις γεμίσουν ακόμα περισσότερο, ακόμα και τώρα. Λίγοι είναι εκείνοι που έχουν πραγματική ανάγκη και περιμένουν στην ουρά. Οι άλλοι απλώς θέλουν τα λεφτά να τα βάλουν κάτω από το στρώμα τους για να κοιμούνται πιο ήσυχοι. Εμένα που με βλέπεις, έχω τις τσέπες μου άδειες. Ήρθα να πάρω τα φάρμακά μου, αλλά τα ταμεία είναι κλειστά κι έτσι έμεινα ρέστος. Ο φαρμακοποιός μου όμως είναι παλληκάρι, Μπαρμπα Τάκη, μου είπε, πάρε τα φάρμακα κι όποτε έχεις μου τα δίνεις τα λεφτά. Ξέρεις πως λέγεται αυτό;
– Αλληλεγγύη; Απάντησα.
– Πες το κι έτσι. Περισσότερο όμως λέγεται φιλότιμο κι αξιοπρέπεια. Δεν άφησε έναν γέρο να πεθάνει επειδή δε θα είχε να πάρει τα χάπια του. Πρέπει να φύγω όμως. Εσύ κάτσε εδώ και κοίτα το χρόνο στα μάτια των ανθρώπων που περνάνε, εκεί θα δεις γραμμένο και το μέλλον των παιδιών σου. Αλήθεια έχεις παιδιά;
– Δυο.
– Να τα χαίρεσαι. Φεύγω λοιπόν, μου είπε και σηκώθηκε με δυσκολία.

Σκεβρωμένος από τα χρόνια που είχαν γράψει όλες τις στιγμές τους πάνω στο κορμί του, δεν μπορούσε να σταθεί καλά όρθιος, περπατούσε σκυφτός, σχεδόν καμπουριασμένος. Έμεινα έκπληκτος με τις σκέψεις και το λόγο του και τον κοιτούσα να απομακρύνεται. Μερικά βήματα πιο πέρα όμως σταμάτησε κι όρθωσε το κορμί του λες κι ήταν ο σημαιοφόρος στην παρέλαση. Κατάλαβα πως έκανε πολύ μεγάλη προσπάθεια για να σταθεί και να περπατήσει έτσι. Κατάλαβα πως από εκεί που ήταν μου έστελνε ένα μήνυμα, σαν να μου έλεγε Κοίτα με, περπατάω με το κεφάλι μου ψηλά, έτσι είμαι μαθημένος!
Χαμογέλασα και σηκώθηκα κι εγώ. Τράβηξα προς την άλλη κατεύθυνση και χαθήκαμε. Η εικόνα του όμως παραμένει μπροστά στα μάτια μου. Όρθιος κι αξιοπρεπής, όχι σκυφτός και καμπούρης
πηγή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου