Η προδοσία είναι η μόνη αλήθεια που μένει.
~Arthur Miller~
Ήταν
το τελευταίο σπίτι του λόφου· πλινθόκτιστο, απλό, ταπεινό. Δεν
χρειάζονται μεγαλεία όταν έξω από την πόρτα και το παράθυρό σου παίρνει
τον αναπαμό της η φύση. Θάλασσα τα πόδια της, ολοπράσινο και
λουλουδιασμένο το κορμί της, κεφάλι της ο ουρανός... κι ένας άνεμος,
άλλοτε πράος και τεμπέλης κι άλλοτε φορτσάτος και δυνατός, να παίρνει τα
μαλλιά της...
Κάπως έτσι τα 'χε φτιάξει στο μυαλό του ο Αλέκος κι ήταν ευτυχισμένος.
Ξυπνούσε από τ' αξημέρωτα. Είχε να φροντίσει «τα μικρά» του —τις κότες
και τις δυο κατσικούλες του— και το μποστανάκι του. Μετά, έφευγε για τα
κτήματα. Γυρνούσε βράδυ, κουρασμένος μα διαρκώς ευτυχισμένος, αφού ούτε η
βροχή δεν τον εμπόδιζε να σταθεί και να θαυμάσει τη μεγαλοσύνη ενός
Θεού που ποτέ του δεν είχε αντικρίσει μα Τον πίστευε και Τον σεβόταν
καθώς δεν είχε τρόπο να εξηγήσει τον κύκλο τον εποχών, τη γέννηση και το
θάνατο, την καταιγίδα, την αρμύρα της θάλασσας, τη μυρωδιά του ξερού
χώματος που γινόταν άρωμα σαν βρεχόταν...
Με το που «οι Αθηναίοι» άρχισαν ν' ανακαλύπτουν την περιοχή και
να την ορέγονται για να χτίσουν εκεί τα εξοχικά τους, φουρτούνιασε ο
Αλέκος· και από θυμό και από φόβο. Τα χειρότερα ήρθαν όταν, ούτε
εκατό—εκατόν πενήντα μέτρα από 'κει που τέλειωνε το μποστανάκι του κι
αρχίνιζε η χαμηλή μαντρούλα από ασβεστωμένους τσιμεντόλιθους —όπου πάνω
είχε στολίσει τενεκεδένιες “γλάστρες” ολάνθιστες από γεράνια, γαρύφαλλα
και γιασεμιά... και ποιος νοιαζόταν για τους τενεκέδες, μπροστά σε
τέτοια μύρα και τόσην ομορφιά;— έστησε ο Στέφανος το λυόμενο. Από
'κείνον, δηλαδή, έμαθε ότι αυτό το ξύλινο σπίτι που φτιάχτηκε στο
άψε—σβήσε, πάνω σε μιαν άχαρη, τσιμεντένια βάση, λεγόταν λυόμενο. Μάλιστα...
—Ι.—
— «Τι σού 'ρθε, χριστιανέ μου, να μας φέρεις εδώ πάνω, τέρμα Θεού;»
γκρίνιαζε η Άννα, η γυναίκα του Στέφανου, η οποία δεν μπορούσε ώρες—ώρες
να καταλάβει τον σύντροφό της.
Με τρία παιδιά —δύο στην εφηβεία κι ένα νήπιο, συν ένα στην κοιλιά σε
ηλικία, μάλιστα, που ετούτη η εγκυμοσύνη ήταν μάλλον αναπάντεχη— το
τελευταίο που έλειπε από την, όχι και τόσο βολεμένη ζωή τους, ήταν το
εξοχικό! Τι του λείπει του ψωριάρη; Φούντα με μαργαριτάρι...
σκεφτόταν, χωρίς ακόμη να γνωρίζει ότι ο Στέφανος προόριζε το λυόμενο
για μόνιμη κατοικία τους —είχε κουραστεί ν' αγωνιά για το νοίκι, το
εμπορικό πότε είχε δουλειά και πότε κεσάτια, άσε που τα κέρδη τα
μοιράζονταν στα τρία, τα δυο του αδέλφια κι εκείνος.
Βέβαια, ήταν η εποχή που τα πρετ—α—πορτέ δεν είχαν ακόμη κερδίσει τις προτιμήσεις των γυναικών και το επάγγελμα της μοδίστρας ανθούσε.
Τα κατάφερνε με τη ραπτομηχανή η Άννα, αλλά τώρα που 'χε βαρύνει δεν
ήταν εύκολο να κάθεται, τσάκα—τσούκα να σκαρώνει φουστάνια για την
Ελπίδα που όλο και ψήλωνε και για τον εαυτό της —βδομάδα τη βδομάδα η
κοιλιά στρογγύλευε και την ένοιωθε να περιορίζεται στα παλιότερα μέτρα.
— «Γείτονα, θες καφέ;» ρώτησε ένα πρωινό ο Στέφανος τον Αλέκο που ξαφνιάστηκε. Δεν πίστευε πως «ο Αθηναίος» θα ξυπνούσε χάραμα, απολαμβάνοντας κι αυτός το θαύμα του Θεού.
Κάπως έτσι, επιφυλακτικά στην αρχή, ξεκίνησε η φιλία τους.
Ήταν καλοκαιράκι· για τα δυο μεγάλα παιδιά του Στέφανου και της Άννας
είχαν ξεκινήσει οι διακοπές —για το μικρότερο, τα βάσανα θ' άρχιζαν τον
Σεπτέμβρη, λίγο μετά, όπως υπολόγιζαν, από τον ερχομό του νεότερου
μέλους της οικογένειας.
Το λυόμενο είχε όλες τις βασικές ανέσεις —νερό από την υδροφόρα, λάμπες
λουξ για φωτισμό μέχρι να τραβούσε ο Στέφανος το καλώδιο ως την κολώνα
της ΔΕΗ, πετρογκάζ για το μαγείρεμα... κι όσο για φρούτα, λαχανικά και
αβγά, ας ήταν καλά ο γείτονας!
Από 'κείνο το πρωινό που μοιράστηκαν τον καφέ τους κι έπιασαν ν'
ανοίγουν τις καρδιές τους, ο Αλέκος είδε με άλλο μάτι τον γείτονά του.
Δεν ήταν ο εισβολέας που φαντάστηκε στην αρχή, ήταν ένας άνθρωπος που,
όπως κι ο ίδιος, αγαπούσε τη φύση. Τι κι αν η δουλειά του —το μαγαζί
του— ήταν στην Αθήνα; Όπως του 'χε πει, δεν τον ένοιαζε να διανύει κάθε
μέρα μια τόσο μεγάλη απόσταση (“σεβαστή” θα έλεγε κανείς, για τον
Αλέκο, όμως, που ο κόσμος του σταματούσε στο κοντινό χωριό, πλάι στα
κτήματα και τ' αμπέλια, η διαδρομή μέχρι την πόλη έμοιαζε τεράστια),
αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να προσφέρει «ποιότητα ζωής» στη
γυναίκα και τα παιδιά του· τώρα μπορεί να μην τον καταλάβαιναν, ίσως και
να τον κάκιζαν, αργότερα όμως θα τον ευγνωμονούσαν —έλεγε— για τη σκέψη
και την απόφασή του αυτή.
«Ποιότητα ζωής», όπως αντιλαμβανόταν ο Αλέκος, ήταν αυτό που ο
ίδιος είχε στο κεφάλι του σαν μεγαλοσύνη του Θεού —παρεμπιπτόντως, σε
Θεό δεν πίστευε ο Στέφανος γιατί, όπως του 'χε πει, ήταν αριστερός.
— «Παρόλο που είσαι κουμουνιστής» —ο Στέφανος δεν τον διόρθωσε—
«είσαι καλός άνθρωπος, τελικά!» απεφάνθη ο Αλέκος —κι όταν κατάλαβε ότι
το 'πε, συνειδητοποίησε ότι, γέφυρες κουβαλάμε πάντα στο μυαλό μας και
στην καρδιά μας ενώ, δρόμους αδιαπόρευτους μονάχα τα μάτια μας τους
βλέπουν σαν τέτοιους.
—ΙΙ.—
«Οι καλοί χωράνε παντού» κι αυτό ήταν ξεκάθαρο αφού χώρεσαν στο
λυόμενο κι η μάνα κι η πεθερά του Στέφανου, οι οποίες κατέφθασαν να
σταθούν πλάι στην Άννα που, πώς θα τα 'βγαζε πέρα με τα παιδιά, γκαστρωμένη γυναίκα;
Και σα να μην έφτανε αυτό... μα έφεραν και μια μοδίστρα να ράψει πάνες
και σεντονάκια για το μωρό, σεντόνια και κουρτίνες για το λυόμενο, αλλά
και ρούχα ανάλαφρα, καλοκαιρινά, ευκολοφόρετα, πλύνε—βάλε για
όλους... Κι επειδή ήταν πολλοί, θα τη φιλοξενούσαν μια βδομάδα
τουλάχιστον· για την αμοιβή της είχαν κάνει ειδική συμφωνία, μια που θα
της παρείχαν δίχως καμίαν απολύτως δική της επιβάρυνση ύπνο, φαγητό,
μετακινήσεις με το αυτοκίνητο εάν κάτι χρειαζόταν και παράλληλα, θα
μπορούσε να κάνει και τα μπανάκια της στη θάλασσα.
Άλλο που δεν ήθελε η Τούλα —από το Σταματία, Σταματούλα— καθώς
σκεφτόταν φιλάρεσκα το μπρούτζινο χρώμα που θ' αποκτούσε εύκολα, μια που
ήταν μελαχρινή, και τις ιστορίες που θα 'φερνε στα μέτρα της, θα 'βαζε
και μπόλικες “γιρλάντες” και θα διηγόταν στις φιλενάδες της. Α, καλή και
χρυσοχέρα, άφταστη στη δουλειά της... αλλά μεγαλομανής και ξιπασμένη.
Στα εικοσιπέντε και καλοκαμωμένη, η Τούλα δεν είχε παράπονο από τους
άντρες, οι οποίοι εύκολα την πλησίαζαν, την έβγαζαν, την διασκέδαζαν...
αλλά ως εκεί —ε, και λίγο ή περισσότερο παραπέρα· κι ήταν, οι άντρες
ετούτοι, νέοι, μεγαλύτεροι, λεύτεροι, παντρεμένοι, αρραβωνιασμένοι,
δεσμευμένοι, ευκατάστατοι ή όχι και τόσο, γραμματιζούμενοι, τεχνίτες,
εργάτες... Μόνο που δε στέριωνε. Μόλις λίγο τους γλεντούσε, τους άφηνε
στα κρύα του λουτρού και πήγαινε γι' άλλα. Βαριόταν εύκολα. Κουραζόταν.
Κάτι είχε πάρει τ' αυτί της κυρα—Γαλήνης, της μάνας του Στέφανου, για τα
σουρτουκέματα της Τούλας —και πώς να μην πάρει, όσο κι αν δεν ήταν
κουτσομπόλα, αφού μια γειτονιά, ένας δρόμος ήταν τα σπίτια τους στο
Παγκράτι, πίσω απ' τον Προφήτη Ηλία... Όμως, λόγος δεν της έπεφτε, ο καθένας το κορμί του όπως θέλει το κουμαντάρει, έλεγε πάντα.
Όταν έμαθε ότι θα τη φιλοξενούσαν μαγκώθηκε λιγάκι, αν και καταπώς τα
σκεφτόταν, άμα ήταν να 'χε κουνήσει την ουρά της, θα το 'χε κάνει όσο
μπαινόβγαινε στο σπίτι τους ή στο μαγαζί —όπου ήταν πελάτισσα τακτική
και της έκαναν και καλές τιμές.
—ΙΙΙ.—
Τελικά όμως, κάποιος θαμπώθηκε από τα κάλλη της Τούλας —κι αυτός ήταν ο
Αλέκος. Αγνός, απονήρευτος και, εδώ και χρόνια, «σε ηλικία γάμου», είχε
αφήσει τη ζωή να περνά δίχως γυναικεία συντροφιά και χάδι. Η φύση του
μίλησε και πρόσταξε... κι από την πρώτη στιγμή που την είδε να περνάει
το κατώφλι του λυόμενου, έχασε το φως και τη μιλιά του!
Το πρόσεξε το μάτι το έμπειρο της Τούλας και το 'φερε απ' έξω—απ' έξω το
πρώτο βράδυ της παραμονής της, την ώρα που τα παιδιά έπαιζαν πίσω κι οι
μεγάλοι είχαν καθίσει στη βεραντούλα, εκεί όπου το σπιτάκι οριζόταν
πάνω στην τσιμεντένια βάση —την είχαν φτιάξει αρκετά μεγαλύτερη από τα “όρια” αυτά,
ακριβώς για να υπάρχουν χρηστικοί χώροι, έξω από την κουζίνα και το
καθιστικό, οι οποίοι έδιναν την ψευδαίσθηση του επιπλέον...
— «Ωραία, πολύ ωραία είστε εδώ! Παράδεισος! Κι έχετε, βλέπω, και
γειτόνους» έκανε τάχα αδιάφορα, ενώ δεν ήξερε αν έπρεπε να σκουπίσει τα
χέρια της ή να πάρει άλλο ένα λαχταριστό μπαρμπουνάκι.
— «Α, λες για τον Αλέκο; Εκεί, πιο πάνω; Μοναχός του είναι ο καημένος.
Καλό παιδί...» είπε ο Στέφανος, κι έτσι ήρθε η κουβέντα εκεί που την
ήθελε η Τούλα. Τα όσα άκουσε, μόνο χαρά κι ανακούφιση της έδωσαν· γιατί,
μπορεί να βαριόταν, να κουραζόταν, να 'παιζε τους άντρες, μα τώρα,
υπήρχε σοβαρός λόγος να θέλει να κουκουλωθεί. Ο τελευταίος εραστής της, της είχε αφήσει “δώρο” το κάρπισμα της σποράς του... κι όταν εκείνη το πήρε χαμπάρι, ήταν αργά...
— «Toύλα, δεν σηκώνεις άλλη άμβλωση» της είχε πει ο γιατρός που την είχε
“ξελασπώσει” αρκετές φορές —θα 'ταν έξι; Εφτά; Μπορεί κι οχτώ!
Έκλαψε, χτυπήθηκε, παρακάλεσε... αλλά ο γιατρός ήταν ανένδοτος και
κατηγορηματικός: εάν ήθελε να γίνει μάνα, ετούτο το παιδί ήταν η
τελευταία ευκαιρία της.
Έφυγε απ' το γιατρείο με τα πόδια της να τρεκλίζουν και τo στομάχι της
πλήρες γαστρικών υγρών. Έριξε μιαν αφηρημένη ματιά στην τεράστια
πινακίδα «Ανέγερσις ουρανοξύστου — Πύργος Αθηνών» μα ούτε που γύρισε να
κοιτάξει το νεοαναγειρόμενο, επιβλητικό κτήριο. Κατηφόρισε τη Βασιλίσσης
Σοφίας βουρκωμένη, θυμωμένη, οργισμένη, απογοητευμένη... Ούτε που το
κατάλαβε για πότε έφτασε από τους Αμπελοκήπους στο Χίλτον κι από 'κει
στο σπίτι της —πόση ώρα είχε περάσει, άραγε; Έτρεξε αμέσως στο μπάνιο,
καταπράυνε το πεπτικό της, έβρεξε το πρόσωπό της και κοίταξε το εσώρουχό
της αναζητώντας ίχνη αίματος —μια λύτρωση που δεν είχε έρθει, ακόμη και
μετά τόσο περπάτημα...
Να τηλεφωνούσε στον Απόστολο...; Να του πει τι; Ούτως ή άλλως, σοβαρή
σχέση δεν είχαν. Μια περιπέτεια που κράτησε λίγες εβδομάδες... άλλος
ένας κρίκος στην αλυσίδα των παντρεμένων —των οποίων τις συζύγους
συνήθως εκείνη «έραβε κατ' οίκον»...
Νέα Σμύρνη — Παγκράτι, ου, ου! Ολόκληρη ιστορία η διαδρομή... Και καλά
το πρωί. Μα, αργά το απόγευμα που έφευγε, πώς να γυρίσει σπίτι της; Θα
την έπιανε το βράδυ...
Η Μάνια, ούτε ν' ακούσει κουβέντα, «Απόστολε, να πας την Τούλα με το αυτοκίνητο!»,
πράγμα το οποίο κι έγινε. Μα, κάτι που η Τούλα απολάμβανε τη διαδρομή
και φτερούγιζε το στηθάκι της μέσα από τ' ανοιξιάτικο φουστανάκι της,
κάτι που ο Απόστολος είχε μάτια κι έβλεπε —αντί να κοιτάζει τον δρόμο,
μπροστά του— και το χέρι του ξέφευγε από τον λεβιέ των ταχυτήτων και
φευγαλέα άγγιζε τη δροσερή σάρκα των μηρών της... και κάτι που και των
δύο οι αντιστάσεις ήταν χαλαρές κι απολύτως ελαστικές... ε, δεν άργησαν
να την κάνουν την αποκοτιά!
Τρεις μέρες συνολικά έραβε για τη Μάνια, τρία βράδυα ο Απόστολος την συνόδευε σπίτι της... και το τελευταίο κατέβηκε μαζί της.
Εκείνη τη Μεγάλη Σαρακοστή οι πασχαλιές ευωδίαζαν, θαρρεί κανείς, πιο
έντονα· τ' άρωμά τους τύλιγε τα σεντόνια της Τούλας μα, σαν αυτή
ξέβγαζε με χίλιες προφυλάξεις τον Απόστολο, απ' το πράσινο πορτάκι της
αυλίτσας της, εκείνες έκρυβαν ντροπιασμένες τα μπουμπουκάκια τους μέσα
στο φύλλωμά τους...
—IV.—
Γέμισαν γέλια, χαρές, γεννητούρια και γάμους οι ζωές τους, το καλοκαίρι του 1970.
“Με τα μούτρα” έπεσαν στον έρωτά τους, ο Αλέκος κι η Τούλα, η οποία,
δίχως καν να βάλει τα δυνατά της, κατάφερε μέσα στη βδομάδα που 'μεινε
στο λυόμενο, να τον καλοτυλίξει τον αγαθόπιστο κι έτσι, αντί να πάρει το
δρόμο της επιστροφής για το Παγκράτι, ίσα που ανέβηκε μερικά μέτρα πάνω
στο λόφο, με τον Αλέκο ξοπίσω να κουβαλά τα μπαγκαζάκια της με τα μάτια
του καρφωμένα στις τορνευτές της γάμπες· κι όταν ετούτη μπήκε στον
τέταρτο μήνα κι η κοιλιά της είχε πιάσει να στρογγυλεύει για τα καλά,
αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να ξεφουρνίσει στον Αλέκο πως, δήθεν, θα
γινόταν πατέρας!
Δίχως να το καταλάβουν, είχαν όλοι γίνει μια οικογένεια.
Οι δυο μεγάλες γυναίκες, τώρα, δηλαδή η κυρα—Γαλήνη κι η κυρα—Ελπίδα δεν
το καλοχώνεψαν όλο αυτό που συνέβη τόσο ξαφνικά. Τις μέρες που 'χαν την
Τούλα, είχαν παρατηρήσει πως, αρκετές φορές, τα ροδαλά μάγουλά της
έχαναν το χρώμα τους κι εκείνη έτρεχε κατευθείαν στο μπάνιο, ενώ δεν
είχε διαφύγει την προσοχή τους η όρεξή της —ποιας; Της Τούλας που 'ταν
ένα κλαράκι και που συνήθως, όπως την θυμόνταν από άλλες φορές που τις
έραβε, έτρωγε σαν πουλί...
— «Συμπεθέρα, ας μην κολαζόμαστε...» έλεγαν, η μία στην άλλη, φτύνοντας
ταυτόχρονα τον κόρφο τους αφού «μεγαλώνουμε κι εμείς κορίτσι...»
Λίγο πριν έρθει στον κόσμο το τέταρτο παιδί —τρίτο αγόρι— του Στέφανου
και της Άννας, ένα μεσημέρι που 'χαν αποφάει κι απολάμβαναν την
αυγουστιάτικη δροσούλα, κάτω από την λουλουδιασμένη —ολόφορτη λευκές και
ροζ μπουκαμβίλιες— κρεβατίνα, ντροπαλά μα, μ' ευτυχία που άνθιζε στο
αργασμένο πρόσωπό του, ο Αλέκος έπιασε το χέρι της Τούλας και ανακοίνωσε
στην εκλεκτή ομήγυρη πως θα την έκανε γυναίκα του! Πότε;
— «Μόλις με το καλό λευτερωθείς και σαραντίσεις... κουμπάρα!» είπε στην
Άννα με το ίδιο, ευτυχισμένο χαμόγελο, το τόσο αγνό κι αθώο που σχεδόν
σου 'φερνε δάκρυα στα μάτια...
Τόση ήταν η χαρά του, που δεν πρόσεξε ότι η Τούλα τράβηξε με τρόπο αλλά αποφασιστικά, το χέρι της.
Όλα τους τα 'πε ο Αλέκος, εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου! Για το ότι
τους ήθελε κουμπάρους και λίγο μετά... νονούς στο παιδάκι που του “ετοίμαζε” η Τούλα του! Για το ότι θα μετακόμιζαν στο κοντινό χωριό, σιμά στα κτήματα, στο πατρικό του —το 'χε κρατήσει κλειστό, από τότε που αναπαύθηκαν
οι δικοί του— για να 'χει η γυναίκα του συναναστροφή με κόσμο, να
κάμει συντροφιές, φιλενάδες, πελάτισσες —αν το επιθυμούσε εκείνη· γιατί
αυτός, δεν ήθελε να κουράζεται η Τούλα του, ειδικά τώρα που θα γινόταν μανούλα...
—V.—
Για πότε πέρασαν τρία χρόνια, κανείς δεν το κατάλαβε. Ο Στέφανος με την
Άννα και τα παιδιά ζούσαν πια μόνιμα στο λυόμενο, το οποίο το είχαν
επεκτείνει όσο τους έπαιρνε.
Σχολειό πήγαιναν μόνον τα δύο από τα τέσσερα παιδιά —το ένα ήταν πολύ
μικρό και ο μεγάλος, που είχε περάσει στην ΑΣΟΕΕ, έμενε στο δωματιάκι
που 'χαν στο μαγαζί, για να 'ναι κοντά στη σχολή αλλά και να βοηθάει όσο
μπορούσε στην επιχείρηση, η οποία, άλλωστε, μια μέρα σ' εκείνον και στ'
αδέρφια του θα 'μενε και καλό ήταν να συνηθίζει σιγά—σιγά. Τα ξαδέρφια
είχαν βρει τον δικό τους δρόμο και δεν είχε να κάνει με υφάσματα.
Πολλές φορές, ο Στέφανος έπαιρνε μαζί του την Άννα και τον μικρό
Αναστάση και τους άφηνε στης Τούλας· έπαιζαν τα μικρά, περνούσε η ώρα
και για τις δυο γυναίκες κι όταν σχόλαγαν, η Ελπίδα απ' το γυμνάσιο κι ο
Λαέρτης απ' το δημοτικό, εκεί περνούσαν τα μεσημέρια τους μέχρι να
γυρίσει ο Στέφανος να τους πάρει. Συχνά, περίμεναν και τον Αλέκο να
επιστρέψει, να φάνε όλοι μαζί και να πούνε τα δικά τους.
Όμορφη, απλή, ήσυχη ζωή... δίχως σκαμπανεβάσματα, δίχως απαιτήσεις, δίχως εξάρσεις, δίχως εκπλήξεις...
Το Μαράκι ήταν ένα πανέξυπνο, κατάξανθο —π'ανάθεμά σε, Απόστολε!— και κατάγερο, αν και —κατά την Τούλα, που έπρεπε να μπαλώσει τα της γέννας— εφταμηνίτικο
κοριτσάκι που, αφού δεν πήρε τα σκούρα χρώματα της μάνας του, όλοι
έψαχναν να βρουν πάνω του τα σουσούμια του Αλέκου· αλλά μάταια...
— «Ήταν ξανθοί οι γονιοί μου, από 'κείνους πήρε, Θεός σ'χωρέστους...» έκανε και δυο—τρεις μεγαλόσταυρους, η Τούλα κι έκλεινε στόματα.
Μα, όσο και να 'θελε κανείς να παραβλέψει, ο κόσμος είχε μάτια κι έβλεπε και στόματα που μιλούσαν και σουσούρευαν...
Όχι σπάνια, η Τούλα άφηνε την Άννα μονάχη με τα παιδιά, τάχα να πεταχτεί
για επιδιορθώσεις στο παραδιπλανό χωριό, που την είχαν μάθει τι
χρυσοχέρα ήταν και την ζητούσαν.
— «Κουμπαρούλα μου, με σώζεις! Ο Αλέκος μου, αχ τον ξέρεις... Κουβέντα δε θέλει ν' ακούσει ότι δουλεύω...»
Φιλότιμη εκείνη, δεν μιλούσε... Συγύριζε λιγάκι, μαγείρευε —πού να 'ξερε
τι ώρα θα γύριζε η Τούλα;— και χάζευε με τα καμώματα των μικρών.
Άλλοτε, όταν η μέρα ήταν καλή, τα πήγαινε να παίξουν στη μικρή, παιδική
χαρά, μια ανάσα σχεδόν από τον περίβολο της εκκλησίας. Μια τέτοια μέρα
ήταν που έφτασαν οι πρώτοι ψίθυροι στ' αφτιά της —μα ούτε να τους
ακούσει ήθελε, πολύ δε περισσότερο να τους πιστέψει. Κι αυτές οι
γυναίκες, άραγε την είχαν δει κι επίτηδες το 'καναν κι είχαν σταθεί
ακριβώς πίσω —αλλά απ' τη μεριά της εκκλησίας— απ' τον θάμνο που την
έσκιαζε;
— «Την πήρε το μάτι μου την ξεφτιλισμένη... ξανά, με τον Αθηναίο, αυτόν που νταλαβερίζεται με τον Μασαλάτη τον μεσίτη! Ακούς;»
— «Τήνε μάζεψε πάλι με την κούρσα...»
— «Καημένε Αλέκο, να 'ξερες μονάχα...»
— «Κι εκείνη η φουκαριάρα η κουμπάρα...»
— «Φουκαριάρα, για της κάνει πλάτες;»
Τα μάζεψε όλα τούτα στο κεφάλι της, η Άννα και στη συνέχεια πήρε τα
παιδιά και γύρισαν σπίτι. Έτρεμε —κι από θυμό, μα κι από φόβο. Εκείνη,
το κουτσομπολιό δεν το 'χε μάθει, μήτε από τη μάνα της, μήτε από τις
αδερφές της, μήτε από την πεθερά της. Καθένας, το σωστό ήταν να κοιτάζει
το σπίτι του, τα οικογενειακά του και το καλό των συνανθρώπων του και
του τόπου όπου ζούσε, όπου μεγάλωνε τα παιδιά του κι όπου θα 'ρχονταν οι
γενιές οι επόμενες, να βρουν καλοκαρπισμένο το έδαφος, να θερίσουν
γνώση κι αξίες, να προκόψουν και, στο γόνιμο χώμα, να ρίξουν τη δική
τους, καλή σπορά. Μα, σαν σπέρνεις ανέμους και κεραυνούς, θερίζεις
θύελλες.
Σαν γύρισε, αρκετές ώρες μετά, η Τούλα, ξαναμμένη κι αναψοκοκκινισμένη, η
Άννα έκανε να της μιλήσει μα δαγκώθηκε. Δεν μπόρεσε όμως να μην
προσέξει το σημάδι, λίγο κάτω από τ' αφτί της... που όταν βγήκε απ' το
μπάνιο, το 'χε σκεπάσει με τσιρότο.
—VI.—
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν οι πιο βαριές για την Άννα, αφού η κουμπάρα της δεν έμενε πια καθόλου στο σπίτι, «τόσες με γυρεύουνε, αμαρτία είναι να χάνω τα μεροκάματα... Αννούλα, τσιμουδιά στον Αλέκο, έτσι;». Έτσι.
Μα έλα που το σούσουρο το 'φερνε πια ακόμη κι ο αέρας απ' τ' ανοιχτά παράθυρα...
Έλα που μέχρι κι η φουρνάρισσα την έπιασε την Άννα και της τα ψιλοσφύριξε...
— «Κυρα—Άννα, σαν πολλά ξεπορτίσματα δεν έχει η κουμπάρα σου; Όχι πως
μου πέφτει λόγος, φυσικά... μα σε λυπάμαι κι εσένα που ξεσηκώνεσαι κάθε
μέρα από τα πέρα. Σαν ήταν να καταπιάνεσαι με δουλειές και να
νταντεύεις, το 'κανες και σπίτι σου, ψέματα;»
— «Σε παρακαλώ, Δροσούλα, δώσε μου το ψωμάκι μου, βάλε μου και μισό κιλό
παξιμαδάκια γλυκανίσου, κοίτα τα μικρά πώς περιμένουν... Αμαρτία
είναι...»
....Έλα που, όπου κι αν στεκόταν, την πιάνανε και της δίνανε “συστάσεις” για την Τούλα.
Τίποτα! Έπρεπε να την πιάσει και να της μιλήσει. Στο κάτω—κάτω, μια οικογένεια, που λέει ο λόγος, ήταν...
— «Α ναι, ε; Ώστε έτσι, Άννα; Κι εσύ δεν ήξερες να τους απαντήσεις να
μην ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις; Ορίστε μας, τώρα! Βάλαμε συνέταιρο
στ' απαυτό μας τις κουτσομπόλες τις χωριάτισσες! Τέλος πάντων...» έκανε
τάχα θιγμένη και πικαρισμένη η Τούλα, το ίδιο κιόλας μεσημέρι.
Είχε, στ' αλήθεια όμως, έννοιες πολλές και νεύρα ακόμη περισσότερα. Ο Βασίλης «Τουλίτσα σ' αγαπάω και σε θέλω, αλλά δε θα σε περιμένω και μια ζωή... Αποφάσισε: ή εμένα, ή τον γελαδάρη» της είχε βάλει τη θηλιά στο λαιμό! Και να 'ταν μόνο «Βασίλης ή Αλέκος» το δίλημμα, ε, δεν ήθελε και ρώτημα! Σιγά μην είχε εκείνη —κοτζάμ
Τούλα!— διάθεση, πρόθεση και όνειρο να κλείσει τη ζωή της πλάι σ' έναν
άντρα σαν τον Αλέκο! Σε λιγότερο από δυο χρόνια θα τριαντάριζε. Ήδη, με
τη βλακεία της εγκυμοσύνης και του παιδιού, η μπογιά της είχε πιάσει να
ξεφτίζει. Ποτέ της δεν είχε φανταστεί για τον εαυτό της τέτοια κατάντια!
Πού 'ναι τα μεγαλεία, τα ταξίδια, τα λούσα; Πού 'ναι ο άντρας που θα
την έκανε «κυρία» —αληθινή κυρία, όχι χωριάτα ν' αρμέγει κατσίκες και να
κωλοπανίζει μωρά· γιατί, έτσι όπως το πήγαινε ο Αλέκος που όλο “εκεί”
το είχε το μυαλό του, όσο κι αν φυλαγόταν αυτή, θα της το σκάρωνε και το
δεύτερο, αργά ή γρήγορα!
Έφερε στο μυαλό της την Άννα. Ήταν, λέει, ευτυχισμένη! Και τι ήξερε από
ευτυχία η Άννα, ετών σαράντα δύο πλέον, με τέσσερα παιδιά, παρατημένη
στην άκρη της ζωής, τέρμα Θεού—αρχή Αλλάχ εκεί πάνω, στο λυόμενο του
λόφου, μ' έναν άντρα σαν τον Στέφανο, μεροδούλι—μεροφάι που λέει ο
λόγος;
«Η ευτυχία», της έλεγε η Άννα, «κρύβεται στα ανέλπιστα. Σου έρχεται εκεί
που δεν το περιμένεις και στην αρχή, δεν το καταλαβαίνεις κιόλας!
Πεταλούδες χορεύουν στο στομάχι σου —όπως όταν ερωτεύεσαι, ένα πράγμα—
οι άλλοι σου λένε “αχ, τι όμορφα που χαμογελάς!” κι άξαφνα έχεις την
αίσθηση πως θέλεις και τη δύναμη πως μπορείς να ζήσεις για πάντα!...
»Το Μαράκι σου... Δες αυτό το βλέμμα, κοίτα το κορμάκι του π' ανασαίνει
“σ' αγαπώ” την ίδια στιγμή που καλά—καλά το στοματάκι του δεν μπορεί να
το πει και το μυαλουδάκι του δεν ξέρει τι σημαίνει! Το νοιώθει όμως η
καρδούλα του...»
Αηδίες! Τα μωρά είναι σαν τα γατιά —όποιος τα ταΐζει του κωλοτρίβονται και μετά από 'δω παν' κι οι άλλοι!
Άσ' την Άννα να λέει. Άσχημη είναι, βρήκε ή της βρήκαν τον Στέφανο,
της είπανε κιόλας ότι έτσι είναι οι άντρες κι αυτή το πίστεψε, έπιασε το
γεννοβόλι και σταματημό δεν είχε και τώρα κάθεται και μας κάνει
κήρυγμα, ώχου κι αυτή!
Το θέμα είναι, εκείνη τι θα 'κανε! Α, ναι... διότι, ο Βασίλης της είχε πει και τ' άλλο: «Έρχεσαι όπως είσαι! Μήτε μπαγκάζια, μήτε ρούχα, μήτε καν την τσάντα σου. Εγώ, εσένα θέλω. Αλλά μόνο εσένα.»
—VII.—
Μέσα στον ύπνο τους άκουσαν τ' ανθρώπινο κλάμα ο Στέφανος κι η Άννα και
ξεπετάχτηκαν. Κοίταξαν δίπλα, τα παιδιά κοιμούνταν... Κοίταξαν και
παραδίπλα —κι οι γιαγιάδες ανάσαιναν απαλά, παραδομένες σ' όνειρα ήσυχα,
γαλήνια.
Τότε ποιος;
Τον βρήκαν κουβαριασμένο στα σκαλάκια· το Μαράκι, τυλιγμένο σ' ένα
κουβερτάκι, ίσα που ξεχώριζε στο φως του φεγγαριού ένα ξανθό τουφάκι. Το
μυαλό τους πήγε στο χειρότερο!
— «Αλέκο... Το παιδί;»
— «Η Τούλα... Η Τούλα μου...» και δώσ' του καινούρια δάκρυα, μέσα από ανείπωτου πόνου λυγμούς.
— «Παναγιά μου! Η κουμπάρα; Τι;»
Δεν ήξερε να τους πει... Του 'χε αφήσει ένα σημείωμα, πάνω στο τραπέζι
της κουζίνας με το μουσαμαδένιο τραπεζομάντηλο, μα ο έρμος ο Αλέκος
γράμματα δε γνώριζε —μονάχα τ' όνομά του είχε μάθει να γράφει κι έτσι
μπόρεσε να το διαβάσει κιόλας, πρώτη—πρώτη γραμμή, πάνω στο χαρτί απ' το
σπιράλ μπλοκάκι που 'χε η Τούλα να γράφει τα ψώνια...
Έδωσε το χαρτάκι στον Στέφανο.
Στο μεταξύ, η Άννα είχε πάρει τη Μαρία, την είχε αποθέσει στο κρεβάτι
τους —σιγά μην είχαν ύπνο από 'κει και μετά, τουλάχιστον ας κοιμόταν στα
μαλακά το κοριτσάκι— τυλίχτηκε στην πλεχτή ζακέτα της και πήγε ξανά
κοντά στους άντρες.
Δαγκώθηκαν, το ζευγάρι, καθώς διάβαζαν το σημείωμα και σχεδόν ταυτόχρονα
κοιτάχτηκαν και συνεννοήθηκαν σιωπηρά, έχοντας πει τα πάντα μέσα σ'
εκείνη τη ματιά· κώδικας επικοινωνίας ανάμεσα σ' ανθρώπους που δεν
έγιναν ένα από συμφέρον ή εξ ανάγκης, μα από αγάπη και περίσσεια καρδιάς.
Η Τούλα έγραφε πως δεν άντεχε άλλο «αυτή την κατάσταση», νέα
γυναίκα ήταν, «μια ζωή την έχουμε όλοι» κι εκείνη, την δική της, δεν την
είχε φανταστεί καθόλου έτσι. Ούτε και το παιδί το 'χε φανταστεί —ίσως
αργότερα, ίσως καθόλου... μα ένεκα των γυναικολογικών της, αναγκάστηκε
να το κρατήσει.
Έγραφε και κάτι άλλο... χειρότερο... κι ήταν αυτό που, δίχως να σταθούν
κάτω από εικονοστάσια και να κάνουν μεγάλους σταυρούς, δίχως καν να το
ξεστομίσουν ο ένας στον άλλον, ο Στέφανος κι η Άννα αποφάσισαν να μην το
ομολογήσουν στον Αλέκο· πως, το Μαράκι, δεν ήταν δικό του παιδί...
—VIII.—
Από 'κείνη τη νύχτα, μήνες μετά έβγαλε σωστή κουβέντα απ' τα χείλη του, ο Αλέκος.
Είχε παρατήσει τα κτήματα και τ' αμπέλια, είχε ανέβει στο μικρό σπιτάκι
του, στον λόφο κι ασχολιόταν με τα ζωάκια του και το μποστανάκι του.
Είχε ξανά κοτούλες και κατσικούλες, είχε φυτέψει ζαρζαβάτια και
μυρωδικά, ενώ ξοπίσω του τώρα, έτρεχε κι ο Γρης, ένας πανέξυπνος
μούργος, που τον είχαν βρει τα παιδιά μια σταλιά κουτάβι, παρατημένο
στον κεντρικό δρόμο.
Το Μαράκι, όσο κι αν όλοι προσπάθησαν, δεν βρήκε το χαμόγελό του.
Μελαγχολικό και πικραμένο, τις πρώτες βδομάδες μετά το φευγιό της
Τούλας, πεταγόταν και γύρευε τη μάνα του.
Η Άννα δεν το ξεχώριζε από τα παιδιά της και, μήνα τον μήνα, σα να γιατρεύτηκε κάπως η σακατεμένη ψυχούλα.
Ευτυχώς που δεν πήγαινε ακόμη σχολείο!
Είχε βουίξει το χωριό για τα ρεζιλίκια της Τούλας!
— «Μαμά, τι είναι πουτάνα;» ρώτησε μια μέρα ο Λαέρτης κι ανέβηκε
το αίμα στο κεφάλι της Άννας και των γιαγιάδων, ενώ η Ελπίδα πνίγηκε και
κόντεψαν να 'χουν άλλα! «Το 'παν κάτι μεγάλα παιδιά στο σχολείο, για τη
μαμά της Μαρίας μας και...»
— «Τα 'λεγα της κυρα—Άννας, κυρ—Στέφανε... Να πει κανείς πως δεν της τα
'λεγα;» τύλιγε τα ψωμιά και ξετύλιγε τη γλώσσα της, η φουρνάρισσα. «Μα η
κυρά σου είναι καλός κι αγαθός άνθρωπος, πού να βάλει το μυαλό της τις
προστυχιές...»
— «Ίσα, μωρή πατσαβούρα!», έφτυσε, μαζί μ' έναν μπάτσο, την προσβολή
πάνω στο όμορφο πρόσωπο της Τούλας, ο Βασίλης. «Αλλ' αν δεν ήσουνα
πουτάνα, θα 'χες παρατήσει σύξυλους τον άντρα σου και το παιδί σου, για
τον χαβά του απαυτού σου;»
Τέσσερα χρόνια είχαν περάσει, το μέλι το 'χαν γλείψει μέχρι τον πάτο του
βαρελιού και καταπώς φάνηκε, τους έπεσε λιγάκι βαρύ· τα όργανα είχαν
αρχίσει... κι έπαιζαν —για κακό της Τούλας— μονάχα παρατράγουδα! Ειδικά
όταν το μάτι της έπεφτε σ' ό,τι φορούσε παντελόνια!
Μεγαλοεργολάβος ο Βασίλης, με “άκρες” μπόλικες και παρά με ουρά, η
αλήθεια είναι ότι την είχε βασίλισσα την Τούλα. Δεν της χαλούσε χατίρι,
δεν της έλειπε τίποτα απ' όσα μπορεί το χρήμα ν' αγοράσει... μόνο που
εκείνος έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι —οροφοδιαμέρισμα, παρακαλώ, στην
Αγία Παρασκευή! Μάλιστα!— κι η Τούλα βαριόταν.
Πάντα βαριόταν. Κουραζόταν.
Έφτασε σε σημείο να της λείπει μέχρι κι η δουλειά της, εκείνο το
τσάκα—τσούκα της ραπτομηχανής, κι η μεζούρα περασμένη στο λαιμό της
—αυτόν που, τώρα, τον τύλιγαν τρεις σειρές μαργαριταρένιες πέρλες. Ωραία
η μεγάλη ζωή, τα ψώνια, τα μπουζούκια, οι γύρες και τα ταξίδια... και
μετά;
— «Να μάθεις να σωφάρεις, μάνα μου, να σου πάρω ό,τι αμάξι θέλεις, να
κάνεις τις βόλτες σου!» της είχε πει —και το 'κανε— ο Βασίλης.
Ησυχία δεν είχε η Τούλα, από την ημέρα που απέκτησε το δικό της
αυτοκίνητο! Κρίμα να μην έχει και μια φίλη καλή, να γυρίζουν μαζί τις
εξοχές και τις παραλίες, να πίνουν το καφεδάκι τους στην Κηφισιά και
λίγο μετά να τρώνε τα ψαράκια τους στη Γλυφάδα. Από παρέες, ο Βασίλης κι
εκείνη—πακέτο, μπόλικες· τόσες, που όλες δεν προλάβαιναν να τις βλέπουν
μέσα στη βδομάδα. Καμιά γυναίκα όμως δεν είχε γίνει φίλη της —θες γιατί
πραγματικά δεν ταιριάζανε; Θες γιατί η δική της συμπεριφορά θύμιζε
αρπακτικό κι όλες φυλάγονταν για να 'χουν τους άντρες τους;
Μια μέρα ανοιξιάτικη, η χάρη της —και το θράσος της— έφτασε μέχρι το χωριό όπου κάποτε ήταν το σπίτι της. Όχι, όχι το σπίτι της, το σπίτι του Αλέκου! Πέρασε απ' έξω· ήταν κλειστό και φαινόταν παρατημένο. Ανατρίχιασε.
Πέρασε κι έξω απ' το σχολείο. Δεν είχε πρόθεση να σταθεί, μα κάτι την
κρατούσε να μείνει μέχρι το διάλειμμα. Ποιος ξέρει, θ' αναγνώριζε την
κόρη της —τώρα, θα πρέπει να 'ταν στα επτά— ανάμεσα στα παιδάκια; Μάλλον
ναι, με τόσο ξανθά μαλλιά... άλλωστε δεν είχε δα και τόσους μαθητές το
σχολείο...
Κάτω από το πετρόλ τουρμπάν της, πίσω από τα τεράστια —α λά Τζάκι Ο—
γυαλιά της, τις πέρλες της, τα χρυσαφικά και τα καλοραμμένα ρούχα της
και τόσα χρόνια μετά, ήταν αδύνατον να την αναγνωρίσει κανείς· τι κι αν
στο βάθος, ήταν η ίδια Τούλα;
Οι γυναίκες την προσπερνούσαν βιαστικές, δήθεν αδιάφορες, μα oι ματιές
τους ξέφευγαν από τα σκυμμένα κεφάλια τους και περνούσαν ακτινογραφία
την άγνωστη «μεγαλοκυρία» που δεν είχαν ξαναδεί στα μέρη τους.
Καθόλου δεν δυσκολεύτηκε ν' αναγνωρίσει την Μαρία... Λεπτοκαμωμένη, με
τα μακριά μαλλάκια της πιασμένα αλογοουρά κι ένα προσωπάκι... όλο
μάτια!... Πάντως, μέχρι εκεί είδε. Στη μελαγχολία ετούτων των όμορφων
ματιών και στο βυθό τους, στιγμή δεν έδωσε σημασία. Δεν μπορούσε,
άλλωστε. Ποτέ της δεν έβλεπε με την καρδιά.
Φεύγοντας, στη διασταύρωση, κοντοστάθηκε... Μήπως να πήγαινε μέχρι το
λόφο; Πήρε την απόφαση πως αρκετά είχε δει, ε, ας μην προκαλούσε και την
τύχη της!
Ήταν ακόμη νωρίς. Είχε χρόνο, ακόμη και στην άλλη άκρη της Αττικής, που λέει ο λόγος, να πάει. Αυτό κι έκανε.
—ΙΧ.—
Η Μάνια δεν την αναγνώρισε. Ακόμη και να την περίμενε, δεν θα την είχε
αναγνωρίσει. Οκτώ χρόνια κοντά, είχαν να ειδωθούν. Η Τούλα την κοίταξε
με οίκτο. Αχ, αυτός ο χρόνος... Ανηλεής η πορεία του πάνω στο κορμί και
το πρόσωπο της Μάνιας.
Όταν έγιναν τα “αποκαλυπτήρια”, διέκρινε ζήλια. Περίεργο, αλλά όχι
απίθανο. Μέσα στην ίδια μέρα, η Τούλα έβλεπε μονάχα ό,τι ήταν ικανή να
δει—πώς, λοιπόν, να ξεχωρίσει τη ζήλια που κατάλαβε, από τον πόνο που,
μονάχα αυτός ήταν;
Είπε... και τι δεν είπε στην παλιά της πελάτισσα! Για τα μεγαλεία της, για «τον άνθρωπό της» —είχε καμιά σημασία που δεν την είχε στεφανωθεί, αφού ζούσαν σαν παντρεμένοι και καλύτερα, και την είχε κυρά κι αφέντρα;— και δώσ' του τα «Μάνια μου», κι οι ενικοί, αφού σαν ίση κι ακόμη καλύτερή της, έβλεπε τον εαυτό της η Τούλα.
Η άλλη, σοβαρή και μετρημένη, χάρηκε μεν με τις προόδους της παλιάς
μοδίστρας της, μα δεν το 'νοιωθε να της ξανοιχτεί. Μονάχα της είπε πως
τώρα ο Απόστολος είχε πια καταξιωθεί, είχε δική του κλινική κι όλη η καλή κοινωνία
τον εμπιστευόταν στις στιγμές της ανημπόριας. Για τον καημό της όμως,
που σ' όσους συναδέλφους του κι αν απευθύνθηκαν σ' Ελλάδα κι Ευρώπη κι
Αμερική, προκειμένου ν' αποκτήσουν παιδί, μα, όλοι σήκωσαν τα χέρια
ψηλά... αυτό, όχι.
Καμιά διάθεση δεν είχε η Μάνια να κουνήσει απ' το σπίτι, μα την συνεπήρε
τελικά ο ενθουσιασμός της Τούλας που είχε κιόλας τηλεφωνήσει στον
Βασίλη και του 'χε προτείνει να βγουν για φαγητό τα δυο ζευγάρια.
Τηλεφώνησε κι εκείνη στον Απόστολο —ε, δεν θα 'πεφτε κι η ζάχαρη στο
νερό αν έλειπε δυο—τρεις ωρίτσες από την κλινική, ψέματα;
— «Αχ, μύρισε θαλασσίτσα!», τεντώθηκε νωχελικά, όσο της επέτρεπε η θέση
της στο πίσω κάθισμα, η Τούλα, ενώ ο Βασίλης την έτρωγε με τα μάτια από
τον καθρέφτη, έχοντας πλάι του τον Απόστολο και δίχως να 'χει προσέξει
την αμηχανία του.
Τα 'χε χάσει, ο καημένος, όταν είδε χάριν ποίας θα συνέτρωγε με τον,
ιδιαιτέρως άξεστο για τα δικά του στάνταρντ και προτιμήσεις, Βασίλη...
Μα περισσότερο είχε ξαφνιαστεί με την μεταμόρφωση της Τούλας. Σα να 'ταν
μόλις χθες, άρχισαν να χορεύουν στο μυαλό του οι στιγμές ανεκλάλητου
πάθους που έζησε σύντομα αλλά ολοκληρωτικά στην αγκαλιά της, εκείνη την
Μεγάλη —αμαρτωλή— Σαρακοστή του '70...
— «Άξιζες καλύτερο σύντροφο», τόλμησε και της ψιθύρισε, αγγίζοντάς την
φευγαλέα, κάποια στιγμή που ο Βασίλης είχε πάει στα “ιδιαίτερα” και η
Μάνια, με κολλημένο το μέτωπό της στη μεγάλη τζαμαρία του μαγαζιού,
αγνάντευε αφηρημένα τα γλαροπούλια και τους χορούς τους στα κύματα.
—Χ.—
Η Μαρία μεγάλωνε στον λόφο κι ό,τι της έδινε χαρά ήταν να την υποδέχεται
ο Γρης, σαν γύριζε από το σχολείο, να διαβάζουν με τον Αναστάση τα
μαθήματά τους κάτω από το πεύκο της αυλής του λυόμενου κι ύστερα να
κάθονται με τον πατέρα της και να τους διηγείται ιστορίες για τ'
αμπέλια, τις ποικιλίες των σταφυλιών και την τελετουργία της παρασκευής
του κρασιού. Άλλοτε, τους μιλούσε για τις ελιές, τη συγκομιδή τους, τα
λιοτρίβια· κι άλλοτε για τα ζώα, το θαύμα της γέννησής τους, το μεγάλωμά
τους, την περίοδο της γαλακτοφορίας τους —σα να λέμε, την παραγωγική
τους ηλικία— το ταίριασμα και την ειρηνική συνύπαρξή τους μ' άλλες
ράτσες ζώων, μέσα στην ίδια φύση, κάτω από τον ίδιο ουρανό.
Τι κι αν δεν ήξερε γράμματα ο Αλέκος, όταν είχε τέτοιο θησαυρό γνώσης μέσα στο μυαλό του;
Τον λάτρευε τον πατέρα της η Μαρία. Eίχαν ο ένας τον άλλον κι οι δυο
μαζί τον κόσμο όλο! Είχαν και τους νονούς, τον Στέφανο και την Άννα, τις
γιαγιάδες και τα παιδιά. Τι άλλο να θελήσει κανείς, πέρα από αγάπη και
τους δικούς του ανθρώπους;
Ο Αλέκος, μέσα σε μια δεκαετία, είχε περάσει όλα εκείνα που σ' άλλους
δεν φτάνει μία ζωή. Είχε βρει μια οικογένεια που τον αγκάλιασε, είχε
αγαπήσει, είχε προδοθεί, είχε το Μαράκι του! Ευτυχία και δυστυχία, το πικρόγλυκο το οποίο ο βίος του καθενός κερνά με κουταλάκι, με κανάτα, ή καθόλου.
Τα σκεφτόταν, τώρα, καθώς περνούσε το δεύτερο χέρι κίτρινο χρώμα την
κούνια που 'χε φτιάξει για το Μαράκι και τον Αναστάση. Α, τι έκπληξη θα
'ταν γι' αυτά! Και τι χαρά θα 'παιρναν, σαν θα γύριζαν από τη θάλασσα
απ' όπου είχαν πάει με τους άλλους, από νωρίς το πρωί!... Μόνο οι
γιαγιάδες είχαν μείνει στο λυόμενο, τάχατες να συγυρίσουν λιγάκι, μα τι
να καλοκάνουν που 'χαν πια βαρύνει οι κακομοίρες;
Το πολυτελές αυτοκίνητο σταμάτησε κάπως άτσαλα στην ανηφοριά, έχοντας
στο μεταξύ σηκώσει χώμα τόσο που δεν έβλεπε κανείς τον ουρανό, μήτε τη
θάλασσα πιο κάτω.
Τα πόδια του Απόστολου είχαν, θαρρείς, κολλήσει στο πατάκι και με το
ζόρι αποφάσισε, τελικά, να κατέβει. Η Τούλα, με το μεγάλο, ψάθινο καπέλο
της κι ένα φόρεμα που ίσα σκέπαζε το πάνω μέρος των μηρών της,
στηρίχτηκε με αρκετή προσπάθεια πάνω στις τριώροφες πλατφόρμες της και
στάθηκε πλάι στον Απόστολο, αναζητώντας το χέρι του· εκείνος την
αγκάλιασε στοργικά, προστατευτικά και προχώρησαν μαζί.
Ήταν εκείνη η καταλυτική —όπως αποδείχτηκε— επίσκεψη της Τούλας, δύο
χρόνια πριν, που αναποδογύρισε τη ζωή του Απόστολου και της Μάνιας και
είχε, επίσης, σημάνει την αρχή του τέλους στη σχέση Τούλας—Βασίλη· από
τον χωρισμό τους, πάντως, χαμένη δεν βγήκε εκείνη —ούτως ή άλλως, δεν
είχε μάθει να χάνει, όποιο κι αν ήταν το κόστος για κάθε δική της νίκη...
Η καταπονημένη, κουρασμένη, απογοητευμένη, άκληρη Μάνια που, μέρα με τη
μέρα, βυθιζόταν ολοένα και βαθύτερα στη θλίψη και τις παραισθήσεις της,
είχε κουράσει τον άντρα της, ο οποίος έψαχνε διαρκώς διεξόδους —κυρίως,
βέβαια, μέσω της δουλειάς του, όπου διοχέτευε την ενέργειά του—
αφιερώνοντας όλο και περισσότερες ώρες στην κλινική και στα συνέδρια και
αμελώντας ολοένα και περισσότερο τη σύντροφό του με την εύθραυστη
υγεία...
Η επανεμφάνιση της “παλιάς αμαρτίας” του, τον ταρακούνησε και τον
ξεσήκωσε, απομακρύνοντάς τον ακόμη πιο πολύ από την Μάνια, η οποία του
'χε γίνει πια βάρος ασήκωτο· κι όταν εκείνη διαγνώστηκε με ψυχωσική
κατάθλιψη και το διαζύγιό τους εκδόθηκε σε αναπάντεχα σύντομο χρονικό
διάστημα, συγγενείς, φίλοι και συνάδελφοι είχαν να το λένε για το πόσο
«άνθρωπος» στάθηκε ο «άγιος» Απόστολος, ο οποίος ανέλαβε διά βίου τα
υπέρογκα έξοδα της νοσηλείας της, στην «κορυφαία, για την περίπτωσή της» ιδιωτική κλινική της Ελβετίας.
Στην αρχή, λίγο μετά το διαζύγιο και τον εγκλεισμό της Μάνιας, οι
κινήσεις του ζευγαριού ήταν διακριτικές, ώστε να μην προκαλέσουν το
κοινό αίσθημα.
Η Τούλα ήταν χαμαιλέων· ήξερε από ένστικτο πότε έπρεπε να μείνει πίσω,
πότε ήταν ώρα να βγει μπροστά, πότε να μιλήσει, πότε να σιωπήσει και
πότε είχε ωριμάσει ο χρόνος για να μπει στη μάχη. Ήξερε πότε χρειαζόταν
να είναι αθόρυβη —σχεδόν ανύπαρκτη— πότε διακριτική... και πότε να
προβάλει όλα της τα «όπλα», ώστε να μην υπάρχει ούτε μία πιθανότητα να
ηττηθεί.
Οκτώ μήνες μετά την αναζοπύρωση της σχέσης τους κι ενώ το διαζύγιό του
από τη Μάνια είχε ήδη δρομολογηθεί, μίλησε στον Απόστολο για το παιδί τους.
Α, πόσο αριστοτεχνικά το είχε προετοιμάσει, πόσο όμορφα του το σέρβιρε, διανθίζοντας την εξομολόγησή της με άφθονα δάκρυα...
Για το ότι, δήθεν, είχε αμέσως καταλάβει πως ήταν ο άντρας που θα
σημάδευε τη ζωή της, πως τον είχε παράφορα αγαπήσει, όμως της ήταν
αδιανόητο να μπει ανάμεσα στο ζευγάρι και να τους χωρίσει —«ειδικά που την Μάνια την έβλεπα πάνω απ' όλα σαν φίλη, όχι σαν πελάτισσα»—
ακόμη κι όταν έμαθε ότι κυοφορούσε το παιδί του· προτίμησε —στο σημείο
αυτό ξέσπασε σε λυγμούς— να θυσιάσει την καρδιά της, τη ζωή της, τα
“θέλω” της... προκειμένου να φέρει στον κόσμο το μωρό τους, ό,τι είχε
και θα είχε πια, να της τον θυμίζει...
Χειροκρότησε, μέσα της, τον εαυτό της για την εξαιρετική ερμηνεία και περίμενε τις αντιδράσεις του.
—XI.—
Κρατούσε το πινέλο και κοιτούσε απορημένος τους ξένους που είχαν
εισβάλει δίχως πρότερη ειδοποίηση στη γη του, στο χώρο του· περίεργοι
που 'ναι οι άνθρωποι με τα πολλά λεφτά —γιατί, σαν τέτοιοι του φαίνονταν
ετούτοι— να μη ζητούν την άδεια, να θεωρούν δεδομένο πως είναι
καλοδεχούμενοι όπου πατήσουν ή πως, ακόμη κι αν δεν είναι, καθόλου να
μην τους νοιάζει. Δυο στάλες —μπορεί και τρεις— κίτρινη μπογιά έσταξαν
στο χώμα, κίτρινες σαν τις αγριομαργαρίτες που φύτρωναν ελεύθερες,
ανεξέλεγκτες εδώ κι εκεί.
Ο Γρης στάθηκε μπροστά στον Αλέκο και γρύλισε με τον δικό του τρόπο «είστε ανεπιθύμητοι».
— «Γεια σου Αλέκο», ψιθύρισε η Τούλα βγάζοντας τα μεγάλα γυαλιά της και
πεταλουδίζοντας τις βλεφαρίδες της —κάτι που, αν καλά θυμόταν, την έκανε
ακαταμάχητη στα μεγάλα, αθώα μάτια τού, πάλαι ποτέ, συζύγου της.
Ένοιωθε τον Απόστολο δίπλα της, έτοιμο να λιποθυμήσει· ήταν, άραγε, από
τη μπόχα που ανέδιδε το παρακείμενο κοτέτσι και οι κατσίκες που έβοσκαν
με θράσος λίγο πιο πέρα, ή από αμηχανία; Ή, ακόμη χειρότερα, από δειλία;
Το πινέλο έπεσε στα πόδια του Αλέκου, βάφοντας κίτρινες τις γαλότσες
του. Δεν ήταν το αναπάντεχο, που αντάμωνε ξανά την Τούλα, μετά τόσα
χρόνια, μα η ομοιότητα του άγνωστου για 'κείνον άντρα στο πλάι της, με
το Μαράκι του!
Απ' όσο ήξερε, η Τούλα δεν είχε συγγενείς —ορφανή, δίχως αδέρφια και ξαδέρφια... Τότε ποιος ήταν ετούτος ο ξένος;
Μονάχα τότε πρόσεξε και των δυονών τις αριστερές παλάμες... στους παράμεσους, το ίδιο πλατύ, φανταχτερό δαχτυλίδι· βέρες...
Πρόσεξαν κι οι δύο τη ματιά του· δεν προσπάθησε, άλλωστε, να την κρύψει
—και γιατί, στο κάτω—κάτω; Εκείνος δεν είχε κάτι να τον βαραίνει, καμιά
κρυμμένη αλήθεια, κανένα ψέμα, τίποτα ρυπαρό στην καρδιά και την ψυχή
του.
— «Αλέκο, ο Απόστολος είναι ο πατέρας της Μαρίας», έσπασε η φωνή της τη βουβαμάρα, σαν πέτρα το γυαλί.
Στάθηκαν εκεί, ώρα πολλή, μην έχοντας τι να πουν.
Από την παραλία, ο Στέφανος είχε δει το σύννεφο της σκόνης που 'χε
σηκώσει το αυτοκίνητο. Μην ξέροντας τι να υποθέσει, άφησε τα παιδιά στην
Άννα, της είπε να 'χει το νου της κι ανηφόρισε για το λόφο.
Ούτε κι αυτός αναγνώρισε την Τούλα με την πρώτη. Όμως, όπως κι ο φίλος
του, κοκκάλωσε στη θέα του άντρα που ήταν ολόιδιος το Μαράκι. Κι επειδή ήξερε, κατάλαβε αμέσως...
Ήταν το τέλος μιας άθλιας ημέρας, η οποία αλλιώς είχε ξεκινήσει· μ' έναν
ήλιο χαμογελαστό και υπέρλαμπρο, με φρεσκοψημένο ψωμί και μέλι απ' την
κερήθρα, με κίτρινες μπογιές σ' ένα πουγκάκι γεμάτο αγάπης παιχνίδια...
Τώρα, η κούνια —μισοτελειωμένη— έμοιαζε στα μάτια του Αλέκου σαν
κακοκαμωμένο σκιάχτρο που θα το διέλυε άνετα κι εύκολα το βοριαδάκι και
θα το έλιωνε το πρώτο καλοκαιρινό νερό. Ο Στέφανος κι η Άννα, με
το βάρος του μυστικού που 'χαν σιωπηλά συναποφασίσει να θάψουν, σκάλιζαν
βαθιά το ανερμήνευτο βλέμμα του Αλέκου, πασχίζοντας να υποκλέψουν τη
σκέψη του.
— «Δε φτάνει που μου στέρησε την παρουσία της... Και δεν πειράζει,
πες... Δεν άντεχε τη βιοτή μας, ήταν γι' άλλα καμωμένη... Τη συγχώρεσα,
το ξέρετε... Κακία να της κρατήσω δεν μπορούσα, τόσο που την αγαπούσα...
που την αγαπώ, μπορεί...
»Μα, να θέλει τώρα, τόσα χρόνια μετά, να μου πάρει το παιδί μου; Το Μαράκι μου; Γιατί;»
Ήταν οι μόνες του κουβέντες... Ξανά και ξανά... Μπερδεμένες. Αλλά συγκεκριμένες. Ίδιες.
Η Μαρία —που τώρα, ήλπιζαν πως θα 'χε πια κοιμηθεί μαζί με την Ελπίδα,
στο λυόμενο— είχε δυσκολευτεί και τελικά, δεν είχε κατορθώσει να βγάλει
τη λέξη «μαμά» από το στόμα της. Όχι πως την είχε νοιάξει
ιδιαίτερα αυτό, την Τούλα. Εκείνο που της έφερε δάκρυα —όχι θλίψης, αλλά
φόβου— ήταν το ότι η ψυχρή κι απόμακρη συμπεριφορά της μικρής,
δυναμίτιζε τα σχέδιά της για τον πολυπόθητο γάμο της με τον Απόστολο.
— «Δεν σας θυμάμαι, κυρία. Κι εσάς, κύριε, δεν σας γνωρίζω καθόλου»,
τους είχε πει δίχως να ρίξει δεύτερη ματιά στα πακέτα με τα φανταχτερά
χαρτιά που 'χαν ξεφορτώσει από το πορτ—μπαγκάζ του αυτοκινήτου. Έπειτα,
χώθηκε στην αγκαλιά του Αλέκου, γκρινιάζοντας που δεν είχε στεγνώσει
ακόμη η κούνια της.
— «Φύσα την, μπαμπά! Φύσα την να στεγνώσει!»
—ΧΙΙ.—
Τι ελπίδες είχε ο Αλέκος να κρατήσει το παιδί, όταν “το αντίπαλον δέος”
είχε επιστρατεύσει μεγαλοδικηγόρους, κοινωνικούς λειτουργούς,
επιστήμονες ψυχικής υγείας... κι όλοι απεφάνθησαν ότι η Μαρία ήταν «σωστό και πρέπον» να ζήσει με τους βιολογικούς της γονείς, οι οποίοι θα της παρείχαν όλα τα μέσα «μίας,
όχι απλώς αξιοπρεπούς, αλλά ιδανικής διαβιώσεως, η οποία θα ήτο πλήρης
δυνατοτήτων και ευκαιριών στην εκπαίδευσιν και τη γνώσιν» και άλλα τέτοια δικολαβίστικα και απολύτως ακαταλαβίστικα για τον Αλέκο.
Η —τυπική— λύση του γάμου, ήταν το εύκολο κομμάτι για όλους. Ο δρόμος
άνοιξε για την Τούλα και τον Απόστολο κι έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα
για τον Αλέκο.
Η αρχή του τέλους... Το δικαστήριο είχε όλους τους λόγους να αναθέσει
την επιμέλεια της Μαρίας στους φυσικούς της γονείς —ποιος λογαριάζει,
άλλωστε, τους νόμους της καρδιάς;
Ποιος λογάριασε την απόφαση του αποχωρισμού που ήμαξε την παιδική ψυχή;
Από το πρωί, η Μαρία καθόταν στην κούνια της και δεν μιλούσε. Τα ξανθά
μαλλάκια που στεφάνωναν το χαμηλωμένο κεφάλι της, έμοιαζαν μ'
αγριομαργαρίτα π' άνθιζε πάνω στο μίσχο του κορμιού της, έτσι όπως το
τύλιγε το πράσινο φόρεμά της Ο Γρης, διαισθανόμενος προφανώς την
επικείμενη αναχώρηση, είχε αγκαλιάσει —εν είδει δεσμών— τους λεπτούς,
κοριτσίστικους αστραγάλους, δημιουργώντας το δικό του οχυρό.
Παραδίπλα, ο Αναστάσης κι ο Λαέρτης, αμίλητοι κι αυτοί, κοιτούσαν μια το χώμα, μια το Μαράκι τους...
Στα ενδότερα, ο Στέφανος, η Άννα, ο Θανάσης —ο μεγαλύτερος γιος τους— κι
η Ελπίδα, κάθονταν με τα χέρια σταυρωμένα, συμμετέχοντας βουβά στο πένθος —γιατί, περί πένθους επρόκειτο— του Αλέκου.
— «Άμα είναι για το καλό της... όλα για το καλό της... Αυτό θέλω... Κι ας είναι μακριά μου, αφού έτσι τ' αποφάσισαν οι άλλοι.»
Όπως και την ημέρα των “αποκαλυπτηρίων”, έτσι και τώρα, αυτές ήταν οι
μόνες του κουβέντες... Ξανά και ξανά... Μπερδεμένες. Αλλά συγκεκριμένες.
Ίδιες.
Φτάνοντας, η Τούλα μήτε τα προσχήματα δεν κράτησε· αρνήθηκε να κατέβει
από το αυτοκίνητο, επικαλούμενη ταραχή, συγκίνηση, καθώς και την κατάστασή
της... Κατά βάθος, θα προτιμούσε να μην είχε γίνει όλος αυτός ο
σαματάς, αν ήξερε από την αρχή ότι και ο γάμος της με τον Απόστολο θα
γινόταν κι έγκυος θα έμενε ξανά.
Σκιάχτηκε σαν είδε τους άλλους να βγαίνουν μέσα απ' το σπιτάκι και μαζί
με τα παιδιά, να στέκονται έξω, σε σειρά, σιωπηλοί, καρφώνοντάς την με
τα μάτια τους που έμοιαζαν άδεια, νεκρά —κι ίσως γι' αυτό, τόσο σκληρά.
Απαρηγόρητος ο Αλέκος, έσφιγγε στην αγκαλιά του το Μαράκι, δίχως να
μπορεί να βγάλει φωνή... μόνο έπινε την αρμύρα από τα δάκρυά της, πριν
προφτάσουν να στάξουν στο χώμα και το ματώσουν...
— «Θα 'σαι για πάντα ο μπαμπάς μου... εσύ.»
— «Θα 'σαι για πάντα η κορούλα μου... Μαράκι μου...»
— «Σ' αγαπώ, μπαμπά... Μην με ξεχάσεις...»
— «Σ' αγαπώ, κοριτσάκι μου. Ποτέ...»
Σφίχτηκε η ψυχή του Απόστολου. Του ήταν συμπαθής ετούτος ο «άξεστος αγροίκος»,
όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί στις μεταξύ τους συζητήσεις, η Τούλα.
Πόσο αγαπούσε την Μαρία, όμως... Ακόμη κι όταν η αλήθεια, τον χτύπησε
σαν κεραυνός, πικρή κουβέντα δεν βγήκε απ' το στόμα του.
Καμιά φορά αναρωτιόταν για το μεγαλείο ψυχής μερικών ανθρώπων που δεν
τους πιάνει το μάτι σου... μα που καταβάθος, δεν μπορείς ούτε τη σκιά
τους ν' αγγίξεις.
—Ε π ί λ ο γ ο ς—
Η Τούλα δεν έφερε ποτέ στον κόσμο το δεύτερο παιδί της· ανεσύρθη νεκρή
από το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο σύζυγός της, στη διασταύρωση με την
Μεσογείων, την ημέρα που επέστρεφαν από το σπίτι στο λόφο. Ο ίδιος,
υπέκυψε στα τραύματά του μερικές ώρες αργότερα, στην εντατική μονάδα της
κλινικής του.
Ο Στέφανος κι η Άννα έμαθαν για το δυστύχημα από την τηλεόραση και τις εφημερίδες.
Οι γιαγιάδες, πού και πού άναβαν κανένα κεράκι «για να σ'χωρεθεί» ο
Απόστολος που τελευταία στιγμή είχε λυγίσει —ή, μήπως, είχε φανεί πολύ
δυνατός;— κι αρνήθηκε να χωρίσει, τουλάχιστον εκείνη την ημέρα, τον πατέρα από την κόρη.
Ο Αλέκος κι η Μαρία δεν έμαθαν ποτέ, τίποτα. Μονάχα τον πρώτο καιρό
ξυπνούσαν, πότε ο ένας, πότε η άλλη, τρομαγμένοι, μήπως κι είχαν
έρθει να την πάρουν μέσα στη νύχτα. Έπειτα, ησύχασαν. Μήνες μετά, ήταν πια σίγουροι ότι εκείνοι,
μέσα στις πολλές τους ασχολίες, τους είχαν ξεχάσει· το σπίτι στο λόφο,
άλλωστε, δεν το θυμόταν κανείς άλλος, παρά μονάχα ο Θεός.
—Κάθε ομοιότητα με ονόματα, πρόσωπα και γεγονότα, είναι εντελώς συμπτωματική.—
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου