Tο μύνημα της ημέρας

3 είδη ανθρώπων μην ξεχάσεις ποτέ… Αυτούς που σε βοήθησαν στα δύσκολα. Αυτούς που σε άφησαν στα δύσκολα. Και αυτούς που σε έφεραν στα δύσκολα.

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Σου κράτησα θέση στον καναπέ μας





Γράφει η Μαριέττα.

Μας χωρίζουν μόνο μερικά χιλιόμετρα κι εγώ τα νιώθω ηπείρους. Ξέρω πως αυτό δεν είναι αρκετό για να τα βρούμε αλλά το θεωρώ μια καλή αρχή. Γιατί έτσι συνειδητοποιώ πως τίποτα δεν μπήκε ουσιαστικά ανάμεσά μας. Κανένας άνθρωπος, καμιά ιδέα, κανένα εγχείρημα. Εμείς στριμώξαμε προβλήματα στις άκρες των κορμιών μας και τα κάναμε επέκτασή μας. Ξεκινήσαμε τους τσακωμούς, τις γκρίνιες και τις παιδιάστικες αντιδράσεις. Χωρίσαμε και τώρα εγώ προσπαθώ να καταλάβω το γιατί.


Πίστευα πολύ σ’ εμάς. Πίστευα στο μικρό σπιτάκι μας, τον άνετο μουσταρδί καναπέ μας και την κυρτή τηλεόραση που επέμενες να πάρουμε κι ας χάσουμε δύο μισθούς. Πίστευα με την πίστη ενός μικρού παιδιού ή ενός ερωτευμένου ή ενός καλλιτέχνη. Μας αγάπησα μαζί, αλλά μάλλον το λάθος μου ήταν πως δεν αγάπησα αρκετά τη ζωή μου, την καθημερινότητά μου, όσο είμαι κι όσα πρεσβεύω.

Αφοσιώθηκα σε σένα, σε όσα εσύ κάνεις κι εσύ αγαπάς. Σταμάτησα να περνάω χρόνο με τον εαυτό μου κι σου έκοψα και τον δικό σου χρόνο. Εσύ έγινες ζηλιάρης και δεν καταλάβαινες την κούρασή μου. Εγώ φώναζα· εσύ δεν άκουγες. Εσύ έκανες συνέχεια το δικό σου· εγώ δε σου εξηγούσα.


Τα κάναμε χειρότερα απ’ όταν μαγειρεύαμε κι απλά εξαφανιστήκαμε. Και θα σου έλεγα πως καλά κάναμε, αν το είχαμε προσπαθήσει κι απλά δε μας είχε βγει. Αν δε βάζαμε το πείσμα πάνω από το πάθος μας. Δεν έγινε έτσι όμως, απλά ξυπνήσαμε μια μέρα και το εγώ μας χτύπησε ταβάνι. Ήταν πρώτα η πάρτη μου κι η πάρτη σου και μετά το μαζί, αλλά με την ανθυγιεινή έννοια. Θέλαμε απλά να βγει κάποιος υπεράνω, καλύτερος, να πάρει τα συγχαρητήρια. Εν τέλει πήρα τον καναπέ κι εσύ την τηλεόραση.

Δε γουστάρω καθόλου αυτό που έγινε, πίστεψε με, το κατάλαβα μόλις έφυγα αλλά δεν ήξερα πώς να γυρίσω. Να σου πω τι; Ότι μόνο πακέτα με τσιγάρα θα τελειώνω χωρίς εσένα και θα πηγαίνω στη δουλειά; Ότι μου λείπεις ήδη και δε θέλω να τα παρατήσουμε έτσι απλά; Ότι μετά από τόσα χρόνια τα σβήσαμε όλα γιατί ήμασταν εγωιστές;

Ούτε τώρα ξέρω τι λέω κι ούτε νομίζω πως θα καταλάβω, όσα πρέπει να σου πω. Γράφω για να μην τα κρατήσω μέσα μου και σαπίσουν, μιλάω για να κινείται η γλώσσα μου και να θυμάται πώς έτρεχε πάνω σου. Γελάω για να μην κλάψω και κλαίω όταν δεν είναι μπροστά κόσμος που δεν του χρωστάω χαμόγελα κι ευγένεια.

Σε περιμένω κάθε βράδυ, κάθε πρωί και κάθε αναθεματισμένο μεσημέρι που δεν ξέρω τι να παραγγείλω και τι κρασί να πιω για να ξεχαστώ. Και δεν ξέρω για σένα αλλά το μεσημέρι είναι σίγουρα το χειρότερο. Δεν μπορώ να πιω μέχρι να κοιμηθώ -έχω μια ολόκληρη μέρα μπροστά μου-, δεν ετοιμάζομαι για τη δουλειά όπως το πρωί, ούτε έχω παρέα για να ξεγελαστώ με μια βόλτα όπως τα απογεύματα. Κοιτάω το ρολόι να τρέχει και θυμάμαι που έλεγες «στις μία το μεσημέρι» και σε κορόιδευα και σου έλεγα «στη μία, δεν είναι πολλές», εσύ νευρίαζες και γύριζες στα μάτια.

Όπως και να έχει, αν το διαβάσεις αυτό, να ξέρεις πως μου λείπεις κι εσύ κι η ηλίθια κυρτή σου τηλεόραση. Να γνωρίζεις πως σου έχω κρατήσει τη θέση σου στον καναπέ και στρώνω το αγαπημένο σου τραπεζομάντιλο. Στα σεντόνια δε βάζω μαλακτικό, μήπως γυρίσεις και σε πειράξει.

ΥΓ.: Αν γυρίσεις θα διαλέγουμε εναλλάξ από πού θα παραγγείλουμε.







Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου